Συν Άπειρο.

                                                                   

Είπες "είμαι άπειρη εγώ" σ'εκείνη την επαγγελματική συνάντηση. Ο υπερβολικός σε όλα, για συντομία ας τον πούμε "ο Υπερθετικός", χαμογέλασε. Αντιλήφθηκε την έννοια αυτή λίγο διαφορετικά. Και όπως ένα οχτάρι δεν έχει επίγνωση ότι αν ξαπλώσει μοιάζει με το σύμβολο του απείρου, έτσι κι εσύ.


Συμπτωματικά ήταν οκτώ του μηνός όταν ο Υπερθετικός ξάπλωσε μαζί σου σε μια ανώνυμη παραλία με μάρτυρα την Αίγινα κάπου στο βάθος και κατάλαβες επιτέλους ότι είσαι Άπειρη με τη σωστή πλέον σημασία. Όπως η ατέλειωτη θάλασσα. Κι οι δυό σας μαζί αγκαλιά, εσύ κι αυτός, είστε το συν άπειρο. 

Αιώνιος συνδυασμός.

















"Η περιφραστική πέτρα". Ποίηση - απαγγελία: Κική Δημουλά.
Μουσική: Anemos. Από τη συλλογή "Το λίγο του κόσμου", 1971. Ίδια χρονιά με την έκδοση του Μονογράμματος του Ελύτη. Ακριβώς 40 χρόνια πριν. Το 2011 επί θύραις βροντοχτυπά.




                   
                 
                          
                           

Φαΐ διαγενεαλογικό.

    
Παιδιά δε μ' αξίωσε ο θεός να κάμω δικά μου. Κερατάς θεός. Βλαστημώ Παναγιά μου, συγγνώμη. Έχω όμως τσ' αδερφής μου το παιδί παιδί μου, τση πεθαμένης.


Θυμούμαι όντε ήμουνε κοπελιά μητσή τση θειούς και τη γιαγιά μου που τση βλέπαμε όταν έρχουνταν στη Χώρα για τση δουλειές τωνε. Μας εφώναζαν στο σταθμό των λεωφορείω με την αδερφή μου να τση χαιρετίξουμε. Εμέναμε στην πόλη τότες δυο πλάσματα άβγαλτα, μοναχά, να βγάλομε το σκολειό. 


Στο σταθμό των λεωφορείω μιλιούνια ο κόσμος. Κάθε λογής περαστικός απ' τα χωριά εκειά, μας εφαίνουνταν εμάς παράξενο, που είχαμε δει τη θάλασσα πρώτη φορά δώδεκα χρονώ και εδιαβάζαμε με το λύχνο μόλις ενύχτωνε. 


Τση θυμούμαι εδά ούλους τούτους τση θειούς και τη λάλη μου, τη γιαγιά μου, και θέλω πάλι να βλαστημώ χρονιάρες μέρες. Ετρώγανε τύρους και χόρτα και απ' ούλα τα καλά και δε μας είπανε μια φορά να φάμε κι εμείς μαζί ντονε. Ένα πενηνταράκι να πάρομε κουλούρι δεν μας έδοκαν σαν παιδιά. Εμένα μου ετρέχανε τα σάλια αλλά δεν έλεγα τίποτα, αλλά κι η αδερφή μου, που ήτανε πιο μεγάλη ήτανε αγαθή και ποτέ δεν εζήτουνε πράμα απ' τσ' αθρώπους. Τα κουβαλώ ούλα τούτα μέσα μου, θαρρώ δε θα τα ξεχάσω όσο ζω.


Φέτο τ' ανίψι μου εγνώρισε μια κοπελιά και τονε βλέπω χαρούμενο. Ένα βράδυ που θα επήγαινε σπίτι τζη του είπα και επέρασε κάτω από το σπίτι μου με τ' αμάξι ντου να ντονε δώκω λίγα πράματα να 'χουνε να τρώνε. Θαρρώ δεν κατένε να τρώνε τα σημερνά κοπέλια. Όντε έφταξε με επήρανε στο τηλέφωνο.



- Ρε θεία τί είναι όλα αυτά; Αυτά είναι πράγματα για τρεις μήνες που έβαλες εδώ μέσα.


- Ετσά 'μαι εγώ και ετσά γουστάρω και τα 'βαλα, μη μιλείς καθόλου.



     
                       
                                            


                                          
                                                   

Πάλη των ενορμήσεων / Επικράτηση.

                             
                    ΙΙ.
                                                        
Αν είμαστε κομμάτια από τον ίδιο 
                                              πηλό

αν στις ματιές μας βλέπουμε ο ένας 
                                            τον άλλο

πες μου πού
πού να χωρέσουν τα χίλια αλλά;

Θα σε φιλήσω κι ας πετάνε ολόγυρα 
σαν νυχτερίδες θανάτου.

Σε πολιτεία νεκρή συναντηθήκαμε

κι είπαμε: "θα ζήσουμε εμείς

μαζί μ' εμάς κι άλλοι Αγέννητοι 

                                      θα ζήσουν".


Παιδιά γενιών και εποχών
                                αιώνων άλλων 


αντηχούν 


στους χτύπους της καρδιάς μας.
                              
                               














             
"Adelina de Paseo". (Το κομμάτι από το 1.27 και μετά).

Του Federico Garcia Lorca.
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής. Κιθάρες: Στέλιος Κόλγκαρης και Βασίλης Μαστοράκης.
Τραγούδι: Μάριος Φραγκούλης. Από το δίσκο "Σκοτεινός έρωτας".
                                        
                                     
                                         

Πολυνείκης β'.

                                        
                 Ι.        
                                      
Με ντύνεις
με σκεπάζεις
με φιλάς
να βγω
να μην κρυώσω.


Ψηλά, τον ουρανό κοιτάς
μη βρέξει ἐπὶ τᾶς
το χέρι μου αφήνεις
εκεί  να πας


κι εγώ μονάχα είμαι
ένας γυμνός πυρφόρος.


Δεν έρχεται το κρύο
δε φυσά
μπροστά κοιτάζω μοναχά
 μόνο  μπροστά
πάντα μπροστά


το τείχος βλέπω έρχεται
μιας Θήβας ζωής.






                  

Χέρια - βροχή.

                             
Άν παραμένω κοιμισμένος
στα σεντόνια σου ώρες
και διψώ


σαν χώμα, σαν γη


από το γραφείο σου έρχεται
ο ήχος των χεριών σου,
η πτώση
των ακροδακτύλων σου
στα πλήκτρα




       β
       ρ
       ο
       χ
       ή




κροτ τρουκ λι καπ τρο ρι...


Ξεδιψώ.



     







              

Χύτρα βραδύτητος.

                                                                                            
Οι γυναίκες είναι το πιο δυνατό
πλάσμα του κόσμου.


Άμε παιδί μου να πάρεις ένα
καρβέλι ψωμί μάς λένε μια μέρα
με ένα φιλί στο μάγουλο και μας
στέλνουν χωρίς να μας το λένε
στον πόλεμο.


Κι εμείς επιστρέφουμε χρόνια
μετά ένα βράδυ, λαβωμένοι,
αγνώριστοι, χαμογελαστοί, σε
σπίτι άλλο, να φάμε ξανά ζεστό
φαΐ, κρατώντας ένα μπουκάλι
κρασί.

                                  
                                        
                                                 

ΣΥΝΩΝΥΜΑ

     
Κανείς αν δεν είδε      
                                   ποτέ
επένδυση απώλεια κόστος
σύμπαν
                               το ίδιο
                              

συστατικά  ευτυχίας
ανακαλύψαμε μόνοι
                                  μαζί



Αντέξαμε

                          
       
                        σαν άστρα  
Δυό κόκκοι     


μικροί

ασήμαντοι

ευτυχισμένοι



             Λοβία   τρυπημένα
             δάκτυλα αμέτρητα.
                      




                       




Clint Mansell - "Together we will live forever".
Από τους τίτλους τέλους της ταινίας του Darren Aronofsky "The fountain".






Νανούρισμα 2010.

        
Εσύ λείπεις. Ταξίδι. Από πάντα
έλειπες δηλαδή. Όχι τώρα μόνο.
Είναι αργά. Είπα να κοιμηθώ.
Κοιμόμαστε όταν είναι αργά.
Όταν το καταλάβουμε δηλαδή.


Πήρα το βιβλίο που μου έκανες
δώρο στο κρεβάτι. Αντί για σένα.
Αυτό το βιβλίο με τα ποιήματα.
Φετεινό βιβλίο. Να διαβάσω
μήπως προετοιμάσω τα όνειρα.


Το απόγευμα μιλούσα με το φίλο
μου τον Αρχάγγελο. Θυμάσαι, τον
έχεις γνωρίσει. Κι εκείνος για
ποιήματα μου έλεγε. Για ένα του
Καββαδία. Νίκο τον λέγανε τον
Καββαδία. Έχω τις συλλογές του
από παιδί. Από παλιά.


Συλλογές. "Μαμά τί είναι
συλλογές"; είχα ρωτήσει παιδί
τη μάνα μου. "Συλλογές είναι οι
σκέψεις παιδί μου". Μού είπε
άλλο πράγμα από τα μαζώματα
ποιημάτων δηλαδή.


Απόψε νομίζω θα συναντηθούν
αυτά τα δυό. Οι σκέψεις και τα
ποιήματα. Το φετεινό με τα
παλιά δηλαδή. Για τα βιβλία λέω.
Νανούρισμα. Έτσι λέγεται το
ποίημα του Καββαδία.


Καληνύχτα. Θα σε δω αύριο.
Μπορεί όμως και πιο νωρίς.
Στα όνειρα δηλαδή.






Κόκκινη.


Τη ρώτησε αν της αρέσει η τριλογία των τριών χρωμάτων του Κισλόφσκι. Το ήξερε ότι της αρέσει. Τη ρώτησε έτσι, για να την καταλάβει κάπως καλύτερα και να δει μέσα της. Τη ρώτησε ποιά από τις τρεις ταινίες της αρέσει. Τη λευκή την είχε αποκλείσει. Η δική του αγαπημένη ήταν φυσικά η μπλε. Ήξερε ότι θα έλεγε την μπλε. Ποιά άλλη να έλεγε; Η μπλε είναι η καλύτερη. Την μπλε θα έλεγε. Την είχε στριμώξει.

Δεν ήθελε όμως πραγματικά να του πει την μπλε. Ήθελε να του πει την κόκκινη. Ήθελε τόσο πολύ να του πει την κόκκινη. Να του πάει λίγο κόντρα. Η κόκκινη της ταιριάζει. Αφού είναι η κόκκινη. Είναι κι αυτή κόκκινη. Σκοτεινή και επικίνδυνα κόκκινη.

Του είπε: "Η κόκκινη".





Αυτός δεν είπε τίποτα. Μόνο ένιωσε. Την άλλη μέρα που ξύπνησε, σηκώθηκε και πήγε στην ντουλάπα για να ντυθεί. Δεν ήξερε ποιό πουκάμισο να διαλέξει. Δεν ήθελε να φορέσει ούτε μπλε ούτε κόκκινο. Φόρεσε αυτό που ήταν και τα δύο. Το μωβ φόρεσε.




Σεντόνι Εξαρχείων.


Γυμνή στο μικρό ισόγειο διαμέρισμα. 
Στον ξεδιπλωμένο καναπέ καλύπτεις με σεντόνι 
σημεία του κορμιού, δεν πολυνοιάζεσαι ποιά.
Από το ταβάνι ακούγεται η πρόβα του πιάνου. 
Στον επάνω όροφο, μια μελωδία από το παρελθόν. 
Πόσο έχει πονέσει για σένα αυτό το κομμάτι; 
Δεν απαντάς.
Σήμερα το μαθαίνει ένας άγνωστος για χάρη σου,  
χωρίς να το ξέρει. Κι εσύ ξαπλωμένη σ’ αυτή τη  
στάση που φαίνεται τόσο άβολη.

Αλλά δεν είναι καθόλου.



                           
















Erik Satie: Gnossienne No 1.




Συναντήσεις της μεγάλης αίθουσας.


Αν μπορούσες να ζωγραφίσεις θα ζωγράφιζες εκείνον τον φανταστικό καμβά. Τον τοίχο της μεγάλης αίθουσας.

Θα έφτιαχνες ένα έργο που θα είχε μονάχα μια παχιά κόκκινη γραμμή οριζόντια, πιο κοντά στην πάνω πλευρά και κάτω από αυτή, στα δεξιά, μια μεγάλη, εξίσου κόκκινη κουκίδα.

Δεν μπορείς να το ζωγραφίσεις. Μόνο να το φανταστείς μπορείς. Είσαι μόνιμος κάτοικος της μεγάλης αίθουσας, καθισμένος - όχι, καθηλωμένος μάλλον να κοιτάζεις τον τοίχο της. Να τον κοιτάζεις και να φαντάζεσαι τον πίνακα. Άδειος, τεράστιος, άσπρος ο καμβάς, η παχιά γραμμή και η ακανόνιστη κουκίδα κόκκινες.

Το ξέρεις όμως πως δεν θα τον ζωγραφίσεις. Ούτε αίμα, ούτε χρώμα βρίσκεις έξω από τη φαντασία. Μακάρι να το έβρισκες αυτό το αίμα - θάρρος. Αν μπορούσες να ζωγραφίσεις.








Zbigniew Preisner - Les Marionettes




Σειρήνες.



Πολλές φορές τις νύχτες, ιδιαίτερα τις ανατριχιαστικά αθόρυβες, ψυχρές νύχτες της πόλης, βγαίνω από το κορμί μου και βυθίζομαι σε μια άυλη θάλασσα φορώντας ένα βαρύ ονειρικό σκάφανδρο. Κατεβαίνοντας αντιλαμβάνομαι ότι ίπταμαι και περιπλανιέμαι πάνω από τις βαριές σκιές και τους σκοτεινούς όγκους των κτιρίων ενός ακατοίκητου, απόκοσμου πεδίου. Το πεδίο αυτό φαίνεται ότι δεν το αντέχω και νιώθω σαν να ακούω μια αχνή σειρήνα πυροσβεστικού οχήματος να πλησιάζει από την επιφάνεια της συνείδησης. Ο ήχος της σειρήνας βαθμιαία δυναμώνει, η σταματημένη μου αναπνοή κάνει την καρδιά μου να χτυπιέται στο κλουβί της και σταδιακά δηλητηριάζομαι. Παίρνω ανάσα και ανοίγω τα μάτια. Ξυπνάω για να σε βρω δίπλα μου. Είμαι μόνος.




Madrugada: Sirens.
"Oh, listen... the world is awake".



Προφητεία παιδιού.

Θα 'ρθει μια μέρα που όλοι θα είναι γελαστοί. Θα χαμογελάνε και θα είναι χαρούμενοι. Τη μέρα εκείνη θα μπορούν να αγαπάνε ο ένας τον άλλο χωρίς να θυμώνουν για μικρά ή μεγάλα πράγματα, χωρίς να φοβούνται. Θα 'ρθει μια μέρα που δε θα ξεχνάνε τίποτα, ούτε θα έχουν ξεχάσει τίποτα. Θα τα θυμούνται όλα. Και θα 'ναι καλοκαιρι. Ένα ατελείωτο φωτεινό γελαστο καλοκαίρι.


Κι έτσι, πέρα απο την προφανή, απλοϊκά δοσμένη ευχή που συμπυκνώνεται σε μια συγκεκριμένη μέρα στο μέλλον, μπορεί κανείς να σταθεί και να νιώσει το παρόν.


Ενα παρόν, στο οποίο απ' ο,τι φαίνεται δεν είναι όλοι γελαστοί, δεν χαμογελανε και δεν είναι χαρούμενοι. Δεν αγαπούν ο ένας τον άλλον, θυμωνουν για μικρά και μεγάλα πράγματα και φοβούνται. Ξεχνούν και έχουν ξεχάσει. Και είναι χειμώνας. Ένας ατελειωτος χειμώνας δίχως γέλιο.


Το μέλλον του παιδιού είναι το παρόν του ενηλικου. Μεταξύ τους μια ευχη. Λογια, προσδοκίες. Το πέρασμα μια διαδικασία, πολλές φορές όχι απαραίτητα χρονική: η ενηλικίωση.


 
"Παιδικά παιχνίδια" - Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Από το άλμπουμ "Δικαίωμα".
Το απόσπασμα από την εκπομπή "Πρόβα" της Λιάντας Λυκιαρδοπούλου, 1987.

Ξαφνικό μπλε - γκρι.

                             
Ακόμα μέσα στον Αύγουστο, περνώντας τις θερινές στιγμές στην πέτρινη αχρονικότητα των Κυκλάδων, έλεγε συνεχώς στον εαυτό της και σε σένα πως δε χόρτασε το καλοκαίρι.

Ίσως ήταν η ευκολία να μένεις ακόμα στο ίδιο σημείο αν και γνωρίζεις καλά ότι θα φύγεις από εκεί, ότι θα το χάσεις. Αλλά και η δυσκολία να κοιτάξεις εμπρός.

Με τον ερχομό του ψυχρού αέρα και της ανοιχτής προοπτικής του ουρανού του φθινοπώρου παραιτήθηκε από αξιώσεις για το παρελθόν. Αντιλήφθηκε με αξιοπρόσεκτη μεγαθυμική απλότητα ότι είναι ήδη στο επόμενο βήμα. Το είχε χορτάσει τελικά το καλοκαίρι. Το είχε  χορτάσει περισσότερο από όσο θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Είχε τόσο πολύ απολαύσει τον ήλιο, όπως τα συμπαθή και αφελή ερπετά που λιάζονται σε μια λεία πέτρα τα αιώνια μεσημέρια των μικρών νησιών.

Και τώρα ήρθε ευπρόσδεκτα στη συνείδησή της αυτή η αίσθηση, ότι ο ουρανός θα αποικηθεί από σύννεφα στεγαστικά και από ένα χρώμα βαθύ γκριζογαλάζιο, άστεγο και περιφερόμενο.

Ήθελε να  έρθει ο χειμώνας που θα περάσει μαζί σου και τον περίμενε κοιτάζοντας τον ουρανό. Με στόμα διψασμένο και ανοιχτό.





Φωτό: Ο ουρανός της, γωνία Σταδίου και Κοραή.

Εποχικό άλμα.

                
Παρ' ότι δεν έβρεξε ακόμα κανονικά για να σκοτωθεί και φέτος επισήμως το καλοκαίρι, ουσιαστικά έχει έρθει ο καιρός να παραδεχτούμε και να αποδεχτούμε ότι το καλοκαίρι τελείωσε. Σιγά σιγά επιστρέφουν οι γνώριμες ρουτίνες και υποχρεώσεις, οι υπενθυμίσεις ντουλάπας, οι αναζητήσεις ομπρέλας, ο αποχαιρετισμός στα βατραχοπέδιλα ή η καθόλου τυχαία εγκατάλειψή τους στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου - άρνηση παραδοχής της αχρηστίας τους.

Ενώ είμαστε λοιπόν στο μεταίχμιο, όριο ασαφές και θολό, σχεδόν μοιραία καλούμαστε να κάνουμε τον απολογισμό μας και να σκεφτούμε, να αναλογιστούμε και να αναγνωρίσουμε τα συναισθήματα του καλοκαιριού που αποχαιρετούμε. Τις βόλτες, τη θάλασσα, τις παρέες, την "παρέα", το θερινό σινεμά, τις αγκαλιές, τη μοναξιά, τους γκρεμούς της Αμοργού και γενικά όλους τους γκρεμούς, τη νωχελικότητα, το τάνγκο μιας σχολής χορού σε μια πλατεία στο Θησείο, τα τραπεζώματα σε μπαλκόνια φίλων και τόσες άλλες εικόνες, που ίσως αποκομμένες δεν έχουν καμία σημασία. Ενταγμένες όμως στο πώς και το πού, στο ποιός και το γιατί, μπαίνουν σε άλλη διάσταση, υποκειμενική μεν, αλλά φιλτραρισμένη από τις αισθήσεις και τα συναισθήματα. Ψιλά γράμματα μπροστά στο χειμώνα ή ακριβώς αυτό που θα μας κρατήσει;

Θα έχει και ο χειμώνας τα καλά του, δεν τίθεται θέμα ως προς αυτό. Μιλάμε ουσιαστικά για την απώλεια του καλοκαιριού, ό,τι κι αν αυτό σήμαινε για μας και για μια περίοδο προσαρμογής. Μιλάμε όμως και για μια περίοδο αναμονής. Το χειμώνα έχουμε την ευκαιρία να σκεφτούμε αλλά και να προετοιμάσουμε. Σαν ένα είδος αντιμυρμηγκιών. Το επόμενο καλοκαίρι θα 'ρθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και καλό θα είναι μέχρι τότε να έχουμε φτιάξει το σκηνικό να το ζήσουμε όπως επιθυμούμε.

Κάπως έτσι η Λίνα Νικολακοπούλου εκείνο το χειμώνα του '82 σκέφτηκε για το επόμενο καλοκαίρι, το μοιράστηκε με την παρέα του Κραουνάκη και της Χριστιάνας, το έστησε και μας το τραγούδησαν.
                  
                        




"Το καλοκαίρι θα 'ρθει". Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης. Στίχοι: Λίνα Νικολακοπούλου.
Τραγούδι: Χριστιάνα. Από το άλμπουμ "Σαριμπιντάμ", 1982.



Λεβρωσσός.

                                                               
Θέλω αυτό το όλο
που δε λέγεται
                    
τα πράγματα
που έχουν ήδη γίνει


κι εκείνο που έχει αφήσει
το όνομά του

                    σε μια ακτή.

Το λίγο μόνο
ως πού να φτάνει,


το πολύ δεν ξέρει
ως πού να υπάρχει.

Μόνο το όλο
έμαθε να αρκεί.


Μόνο το όλο.


Γιατί το τώρα
πάντοτε ξεφεύγει


το χθες
τελειώνει πιο νωρίς

το αύριο μπερδεύει
με το αιώνιο.


Το θέλω
το ζητάω
το μπορώ

να γίνει ο ουρανός
δικός μου.

Θέλω να πιω
τη θάλασσα.

Θέλω

να μπαίνω μέσα σου
μέσα απ' τα μάτια σου.

                                                      
                                                                                   

Η απάντηση στο υπέρτατο υπαρξιακό ερώτημα.

Για να αρχίσουμε ανάποδα και κάπως σουρρεαλιστικά, ας πούμε ότι αυτό το ερώτημα έχει ήδη απαντηθεί, ήδη πριν γεννηθούν οι πιο πολλοί που διαβάζουν το παρόν κείμενο, για να μην πω όλοι. Ποιό είναι το ερώτημα; Υπονοείται το γιατί ζούμε, τί νόημα έχει η ύπαρξή μας, αν έχει ούτως ή άλλως, τί είναι η ζωή και τα λοιπά. Τα λοιπά είναι το σύμπαν και γενικά όλα, για να μην παρεξηγηθώ.

Ο συγγραφέας Douglas Adams έχει γράψει το εμπνευσμένο μπεστ σέλλερ "The Hitchhiker's Guide To The Galaxy" (Γυρίστε τον γαλαξία με ωτοστόπ), το οποίο έγινε ραδιοφωνική σειρά και ταινία. Πρόκειται για κωμική επιστημονική φαντασία, με πλήθος καυστικών σχολίων για την ανθρωπότητα, τον πολιτισμό, τα πολιτικά συστήματα, και ω ναι, τη στάση του κάθενός σε όλο αυτό το εξωφρενικά διαχρονικό φαινόμενο. Κάποιοι είπαν ότι για να το γράψει πρέπει να είχε κάνει πολλά ναρκωτικά ή πολλή ψυχανάλυση. Οι κακές γλώσσες λένε ότι έκανε και τα δύο, αλλά ως γνωστόν οι κακές γλώσσες δεν είναι καλός σύμβουλος και συνήθως η μοίρα τους είναι να πεθαίνουν δαγκωμένες από περιβάλλοντα δόντια.

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή στην υπόθεση δημιουργείται ένας υπερυπολογιστής, το τελειότερο δημιούργημα όλων των εποχών. Μέσα του έχει συσσωρευτεί όλη η ανθρώπινη σοφία και γνώση, η οποία σε συνδυασμό με την υπέρμετρη υπολογιστική του δεινότητα, υποτίθεται τού δίνουν τη δυνατότητα να παρέχει απαντήσεις για τα πάντα και κυρίως την απάντηση στην υπέρτατη ερώτηση, την ερώτηση των ερωτήσεων για τη ζωή, το σύμπαν, για όλα (to life, the universe and everything). Ο υπολογιστής - με τη γυναικεία φωνή παρακαλώ - στην αρχή δεν αντιλαμβάνεται την ερώτηση, η οποία μεταξύ μας δαρβινικά είναι άκυρη, υπαρξιακά όμως καίρια, οπότε σημειώσατε Χ. Αφού την ξανακούει από τις δίδυμες ηρωίδες, ζητάει 7,5 εκατομμύρια χρόνια για να βρει την απάντηση. Το ραντεβού κλείνεται και μετά από αυτά τα χρόνια ο υπολογιστής απαντά: Η απάντηση στο ερώτημά σας είναι 42.

Δε θα σχολιάσουμε εδώ την απάντηση, η οποία εμπίπτει εντός των ορίων της τέχνης υπό το πρίσμα του σουρρεαλισμού, αλλά είναι ενδιαφέρον, ότι μια μεστή απάντηση υπάρχει, επίσης υπό το φως του σουρρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος το 1939, στη συλλογή "Υψικάμινος" είναι σαφής. Αναρωτιέται κανείς αν είναι τυχαίο το γεγονός ότι για να διατυπωθεί με έναν τέτοιο τρόπο η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, χρειάστηκε να συγκεντρωθούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συνθήκες. Η απάντηση γράφεται στην ελληνική γλώσσα, από έναν σουρρεαλιστή ποιητή, που είναι και ψυχαναλυτής, στο Μεσοπόλεμο.

Όσον αφορά το περιεχόμενο της θέσης του, έχω την αίσθηση πως αυτοί που πραγματικά θα την κατανοήσουν θα ανακουφιστούν. Εκείνοι που δε θα την καταλάβουν αλλά θα προσπαθήσουν και εκείνοι που θα καταλάβουν τα μισά από αυτά είναι αυτοί που θα παλέψουν πραγματικά. Οι πιο επικίνδυνοι όπως πάντα είναι αυτοί που θα νομίσουν ότι την κατάλαβαν, ενώ δε θα έχουν αντιληφθεί το πραγματικό νόημα, κάτι που δείχνει ότι η άγνοια είναι περισσότερο περίπλοκη έννοια, εκτός από στοιχείο μακαριότητας των πτωχών τω πνεύματι και αριστούργημα του Κούντερα.

Καλή ανάγνωση.



ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ - Ανδρέας Εμπειρίκος 1939.
   
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.






To απόσπασμα από την ταινία:







Αόρατη πέτρα.

Καλοκαίρι στο χωριό, σαν και κάθε καλοκαίρι. Βαθιά στα Λευκά Όρη, λείες οι πέτρες στον ποταμό, πελεκητές από αθρώπους αρχαίων εποχών στα θεμέλια των σπιθιώ.  Άθρωπος δώδεκα χρονώ, φορώ γαλότσες και κατεβαίνω με το Λαδονικολή τον ποταμό Κερίτη, ίσια κάτω, ίσαμε το διπλανό χωριό, το Φουρνέ. Επήγαμε να πιάσουμε καβρούς. Στο γυρισμό, δυο γειτονάκια με ρωτούνε πού ήμουνε.

- Είχαμε πάει με το Λαδονικολή για καβρούς. 

- Και επιάσετε;
 
- Ναι, πολλούς.

- Ψόμματα!

- Αλήθεια, ελάτε στο σπίτι να δείτε.

- Λες ψόμματα, δεν επιάσετε πράμα!

Γίνηκα θεριό, που λέγαμε τότε. Ο λεβέντης γέρος με κατάλαβε όντε πήγα σπίτι ντου.

-  Ήντα 'χεις;

- Τα κοπέλια δε με πιστεύουνε ότι επιάσαμε καβρούς.

Ο Λαδονικολής εγέλουνε κάτω από το άσπρο μουστάκι ντου πίνοντας ρακή.

- Κι ήντα δα; Εσύ δεν τηνε κατέχεις την αλήθεια; Κάτεχε εσύ την αλήθεια κι άσ' τσ' άλλους να γελούν.

Μεγαλωμένος με την δύσκαμπτη δυτική κουλτούρα, όπου όλα τα μαθαίνουμε διδασκόμενοι και σπανίως βιωματικά, δεν αντιλαμβανόμουν τί ακριβώς έλεγε ο άντρας αυτός τότε. Αργότερα τα κατάλαβα με το δυτικό τρόπο, διαβάζοντας το θερινό ηλιοστάσι Θ' του Σεφέρη, που περιγράφει το ίδιο πράγμα που ο Λαδονικολής είχε μάθει από τη ζωή.


Γιώργος Σεφέρης - Θερινό ηλιοστάσι θ':

Μιλούσες για πράγματα που δεν τά ΄βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

'Ομως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ΄αφανισμένο τούτο παρόν -
άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.



Τα χρόνια κύλησαν όπως τα νερά του Κερίτη, τα νερά διοχετεύτηκαν σε σιδερένιους σωλήνες μήπως καταφέρουν να ξεδιψάσουν τα Χανιά, οι καβροί πλαγιολίσθησαν σε ψηφιακούς ποταμούς, ο Λαδονικολής δε ζει πια και έμεινε μόνη η αλήθεια, καθαρή και βαριά. Σαν αόρατη πέτρα στο πλάι του ποταμού, για Άτλαντες ερασιτέχνες.






Ανέμελοι περαστικοί.

"Όχι. Δε γίνεται να δουλέψουμε σήμερα. Ας το αφήσουμε για άλλη μέρα. Είναι η πρώτη αληθινή λιακάδα μετά από μήνες - αιώνες". Έτσι είπε κι έφυγε στα πεζοδρόμια του μουδιασμένου απογεύματος που ξυπνούσε με αμηχανία, σαν αρκούδα στην αστική σπηλιά της.

Περπάτησε. Κι ας χαλoύσε τα ακριβά παπούτσια. Κι ας ίδρωνε. Περπάτησε τα χρωστούμενα βήματα. Αυτά που ήθελε να είχε κάνει από πολύ καιρό. Μπορεί απ' όταν γεννήθηκε χωρίς να ερωτηθεί. Περιπλανήθηκε. Περιπλανήθηκε στη μεγάλη πόλη χωρίς φόβο πως θα χαθεί. Είχε χαθεί παλιότερα χωρίς να το ξέρει. Τώρα δε γίνεται να ξαναχαθεί. Ξέρει τώρα πια ότι πάντα χαμένοι είμαστε. Χαμένοι από αυτά που μας αγνοούν.

Οι αχτίδες φώτιζαν τις ρωγμές στα πεζοδρόμια προσπαθώντας να ταϊσουν τα αγριόχορτα. Σήμερα δεν θα βρέξει. Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η σκιά εναλλασσόταν με το νοσταλγημένο φως, όπως τα τουριστικά μαγαζιά με τα νεοκλασικά κτίρια. Σε ένα από αυτά η έκθεση της Βασιλικής. Μπήκε μέσα. Κι ας είχε ιδρώσει. Κι ας κρατούσε τις τσάντες με τα χαρτιά και τον υπολογιστή. Κι ας μην είχε υπολογίσει πως υπήρχε αυτή η έκθεση. Ακριβώς γι' αυτό μάλλον μπήκε.

Και μετά από αυτήν την παρένθεση ενός κόσμου ολόκληρου, συνέχισε την περιπλάνηση. Νόμισε πως ξεμπέρδεψε με τους αιώνες και το παρελθόν. Με την τέχνη και τους ανθρώπους. Τί άλλο να δει κανείς μέσα σε μια μέρα, εκεί που δεν το περιμένει, πέρα από ένα νεοκλασικό που σκοντάφτει μπροστά σου κάτω από την Ακρόπολη, ένα απόγευμα που όλοι κοιμούνται και βρίσκεις την ευκαιρία να μιλάς αυτοπροσώπως με δημιουργούς σαν τη Βασιλική;

΄Ωσπου είδε τον λυράρη. Σε άλλη θέση από αυτήν που ανήκει, σε άλλη πόλη. Από άλλο υλικό. Ο λυράρης από τον πίνακα του Θεόφιλου είχε δραπετεύσει από το ταπεινό του μουσείο στη Βαριά Μυτιλήνης για να παίξει μουσική στους ανέμελους περαστικούς της πεζοδρομημένης θάλασσας της Ιστορίας. Τον έβγαλε φωτογραφίες. Μία, δύο, τρεις φωτογραφίες. Κι αυτός κοιτούσε. Κοιτούσε όπως δε θα κοιτούσε ποτέ μέσα από τον πίνακα στο υποφωτισμένο μουσείο του. Όπως θα κοιτούσε ίσως ο ίδιος ο Θεόφιλος. Η λύρα δεν ήταν ούτε κρητική, ούτε ποντιακή. "Από πού είστε"; τον ρώτησε. "Από την Τράκη". Ποιά είναι αυτή η Τράκη η σκληρή, που δε μιλάει καλά ελληνικά; Δεν ήθελε να μάθει. Ας μην τα μάθουμε και όλα. 'Ετσι κι αλλιώς δε θα τα μάθουμε όλα. Ο κύριος λυράρης συνέχισε να παίζει μουσική στους ανέμελους περαστικούς. Κάποια στιγμή χτύπησε και το κινητό του, η παρέα του, που αντικατέστησε μάλλον το σκύλο του πίνακα.

Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε. Ναι, γίνεται καμιά φορά κι αυτό. Σκέφτηκε εκείνη την επίσκεψη στο μουσείο που είχε δει τον πίνακα αυτόν. Το καλοκαίρι εκείνο και πολλά άλλα καλοκαίρια. Όχι το καλοκαίρι που ίσως θα 'ρθει. Όλα τα άλλα. Όλους τους έρωτες που κοιμούνται σε κάποιο μακρινό ζεστό μεσημέρι. Δεν ήταν όμως μόνο οι έρωτες. Οι νεκροί άγγιξαν τις χορδές της λύρας - μνήμης με τη μορφή του ηλικιωμένου λυράρη.

Αναλογίστηκε τί βλέμμα είχε εκείνη τη στιγμή κοιτώντας τον πλανόδιο μουσικό. Ο λυράρης δε θα μπορούσε να υποψιαστεί τί προκάλεσε με την παρουσία του. Μετά σκέφτηκε πόσες φορές έχει κοιταχτεί από ανθρώπους της πόλης με μελαγχολική ματιά χωρίς να μπορεί να ξεδιαλύνει γιατί συμβαίνει αυτό. Τώρα επιστρέφει τα βλέμματα σε έναν άγνωστο που νιώθει πως γνωρίζει. Οι περαστικοί εξακολουθούσαν να περνούν ανέμελοι.

Όντως δεν έβρεξε εκείνη την ημέρα. Προτίμησε να βρέξει ερωτήσεις. Υγρές και διαπεραστικές. Γιατί βγήκε ο λυράρης από τον πίνακα; Γιατί μάς θυμούνται οι νεκροί; Γιατί μας πονούν οι για πάντα κοιμισμένοι έρωτές μας όταν γυρίζουν πλευρό; Εμείς σε ποιούς πίνακες κατοικούμε και δεν το γνωρίζουμε; Ποιοί άνθρωποι μας κοιτούν με θλιμμένο βλέμμα και δεν το καταλαβαίνουμε; 

Οι πίνακες της ζωής μας είναι μπροστά μας κάθε στιγμή. Πολλές φορές προτιμούμε να τους προσπερνάμε και να μην τους δίνουμε σημασία, σαν ανέμελοι περαστικοί. Για όσο μας παίρνει.








Αμφιθέατρο αμφισημίας.


     Στο γεμάτο αμφιθέατρο κάθεσαι δίπλα μου. Ένας - ένας έρχονται να ακούσουν τη διάλεξη οι σημαίνοντες. Σημαινομένων αγνώστων.
                                      
     Για κάθε ένα τους με ρωτάς. Αυτός ποιός είναι. Ο άλλος ποιός; Κι εγώ απαντώ. Και απαντώ. Και σου λέω ονόματα, πρόσωπα, ιδιότητες. Σαν παιδικό παιχνίδι να γεμίζω τα χαρτιά της μνήμης σου. Του καθενός τα πού και τα γιατί. Τα αφού τα άφησα για διάλεξη ξεχωριστή. Σήμερα ξεδιψώ τη δική σου γλώσσα.
                                          
     Όλα σού τα απάντησα. Ακολούθησα πιστά τις εναλλαγές των προσώπων. Όλα τα κύματα ανθρώπων και ερωτήσεων τα κατάπια. Όλα, εκτός απο ένα. Το πιο δύσκολο. Για έναν μόνο δεν ήξερα να σου πω ποιός είναι. Τον μόνο, για τον οποίο ευτυχώς δεν ρώτησες. Για εμένα δεν ήξερα, Ευερίνα.






                                                                                                     

Λακόστεια και τρολλεϋκή Κυριακή των Βαΐων.



















Τα νέα των επιβατών ψυχιάτρων:
Η έλευσις της Ανοίξεως μετά της 
αλλαγής της ώρας, ην επέφερεν ως 
ενέργειαν, διόλου ανεπιθύμητον 
πανθομολογουμένως, εδημιούργησε 
ευτράπελα τινα εις τα ηλιόλουστα 
προάστια, επίνεια και συνοικίας των 
αγαπημένων ημών Αθηνών.

Ο πρόμινεντ και γνωστός επιβάτης 
Λακόστ, εκ συνηθείας ή εκδραματίζων 
επιθυμίαν προς περαιτέρω παραμονήν 
του αμφιλεγομένου παρελθόντος πλέον 
Χειμώνος, ενεφανίσθη μετά της 
χρυσιζούσης μοτοσυκλέττος αυτού 
αφιχθείς κατά μίαν ώραν καθυστερών εν 
Πειραιεί.

Εις τον παρηκμασμένον λιμένα, ανήκοντα 
πλέον εις συμφέροντα σινικά, 
διαδραματίστηκε η έξοδος μουσειακού 
τρόλεϋ εις τας πειραϊκάς οδούς, 
λεωφόρους και στενωπούς, ως γίνεται 
άπαξ ετησίως, καθ' εκάστην Κυριακήν των 
Βαΐων.

Το κίτρινον ηλεκτρικόν όχημα, ετών δύο 
και εβδομήκοντα, ομοιάζον χρωματικώς 
τε και σημειολογικώς μετά της ως άνω 
συμπαθεστάτης και ελεγχούσης τον 
λιμένα φυλής, συνωδεύετο υπό ετέρου 
τρόλλεϋ προς εξυπηρέτησιν απάντων, 
οίτινες εξεδήλωσαν την αυτήν ορμήν 
προς απόλαυσιν της κυριακάτικης 
διαδρομής εντός αυτού.

Ο αγαπητός ως ανωτέρω προαναφερθείς
ψυχίατρος - μοτοσυκλεττιστής Λακόστ, 
κατέχων μίαν τον αριθμόν μπλούζαν 
Λακόστ, την οποίαν ουδέποτε φορεί, 
ηκολούθει το προσφιλές όχημα εν είδει 
πομπής, κραδαίνων υπερσύγχρονον 
φωτογραφικήν μηχανήν προς 
απαθανάτισιν της εφετινής περιφοράς 
του κιτρίνου επιβατικού μέσου, 
ενδεχομένως βιώνων έντονον αμφιθυμίαν 
ως προς την εξέλιξιν ταύτην καθώς 
μέρος του ψυχισμού του υπέφερε εξ 
επιθυμίας όπως έζη την εμπειρίαν εις 
το εσωτερικόν του παλαιού τροχηλάτου, 
ταυτοχρόνως προς την ηδονήν, αν 
επιφέρει συνήθως ο γαργαλίζων τα ώτα 
ήχος «κλικ» των φωτογραφικών μηχανών.

Εις παράλληλα σύμπαντα ευρίσκοντο 
έτεροι συμπαθείς Αθηναίοι και 
Πειραιώται, ψυχίατροι και μη, πέριξ των 
ως ανω περιγραφομένων συμβάντων. 
Πιθανώς η σύντροφος του 
μοτοσυκλεττιστού, Εκάτη, εισπνέουσα 
τον καθαρόν αέρα εις τον Φιλοπάππου 
λόφον, απελάμβανε ελαφρώς πλεονάζοντα 
ύπνον ως μη γνωρίζουσα ομοίως ως προς 
τον σύντροφον περί του κοσμοϊστορικού 
γεγονότος της αλλαγής της ώρας, ον ως 
διατύπωσις αναστραφείσα, (όρα «η ώρα 
της αλλαγής») αφυπνίζει αναμνήσεις, 
ευχαρίστους διά τινας, οδυνηράς δι' 
άλλους, προεκλογικών συνθημάτων του 
σωτηρίου έτους 1981. Η σύντροφος Εκάτη 
μολαταύτα ήτο πραγματικώς 
συντονισμένη προς τας επιταγάς της 
Κυριακής αργίας, ούτως αποφεύγουσα τας 
συνεπείας των ωρολογιακών δεικτών, 
αποδεικνύουσα ότι οι  υποστάντες 
ψυχοθεραπείαν εισίν ουσιαστικώς 
τεθεραπευμένοι, και ουχί απαραιτήτως 
οι ασκούντες το επικίνδυνον τούτον 
σπορ.

Ο ψυχίατρος ονόματι Χέλμουτ Κολ, εκ 
Πειραιώς ορμώμενος μεν, ου παρευρεθείς 
εις τρολλεϋκήν έξοδον δε, πιθανώς 
ενημερωθήσεται εκ του βήματος τούτου, 
εν αδεία ευρισκόμενος γαρ.

Ο Ιπτάμενος Ψ,  καίτοι εγκαίρως 
ενημερωθείς ου παρευρέθη, ουχί δια τον 
λόγον, ον είχε προβλέψει, αλλά λόγω 
προκεχωρημένης ώρας κατακλίσεως εν τω 
μέσω της προγηθείσης νυκτός, άγνωστον 
εάν τούτον έλαβε χώραν εις πειραϊκόν 
προάστιον, το κέντρον ή τους αιθέρας 
των Αθηνών.

Η αδελφή του Λακόστ, Μπελ Ελέν, ήτο 
πιθανώς εις ατελιέ γνωστού ζωγράφου, 
ποιούσα ιδίας δημιουργίας, κλέπτουσα 
χρόνον εκ τραπεζικών δραστηριοτήτων, 
αίτινες απασχολούσι αυτήν εις 
εργασίμους ημέρας και ώρας εν 
Κολωνακίω.

Η εφετινή Κυριακή των Βαΐων αποτελεί 
κατόπιν αυτών την απαρχήν της Ανοίξεως 
και του καλπάζοντος προς ημάς Θέρους, 
ον καλεί ημάς όπως επιβώμεν αυτού, ως 
χαρωπόν τρόλλεϋ, διαθέτον θέσεις δι' 
άπαντας, πλην της αποβληθείσης εκ της 
ζωής ημών λέξεως «κρίμα».

Και η Κυριακή, ως άλλη πορεία τρόλλεϋ, 
ως σταθμός εβδομάδος και ως μέρος της 
ζωής - πορείας ημών ανεξαιρέτως, τελεί 
εν εξελίξει...







Άπασαι αι φωτογραφίαι υπό του Λακόστ, βεβαίως βεβαίως...