Μνημεῖο πεσόντων.

         

Τὸν κόσμο, εἶπε ὁ Ἡράκλειτος,
δὲν εἶναι πὼς μὲ τὴν ὅραση τὸν βλέπουμε, 
μὰ μὲ τὴ νόηση.
Εἶναι φορές, κάποιοι πολὺ νὰ τὸ ζητοῦν
οἱ ἄλλοι νὰ τοῦς βγάζουν τὰ μάτια.


Κανεὶς ὅμως δὲν εἶπε ὅτι τὸ τρίτο μάτι,
ξεχωριστό, ποὺ ὅλοι τὸ ψάχνουν,
στὶς ὑποφύσεις, στὰ κωνάρια, ὅπου ἀλλοῦ,
μάγοι, φιλόσοφοι, γιατροί
μὲ πόδια ἀποφυγῆς ἐπίκυψης πρησμένα, οἱ βασιλεῖς,
στὴν πράξη εἶναι τὸ στόμα.


Αὐτὸ μὲ θόρυβο κοιτᾶ ἐκπυρσοκροτώντας
σὰν βγαίνουν τὰ ἄλλα δύο 
τοῦ κόσμου τὰ ἐνόφθαλμα παράθυρα
κὶ ὅ,τι μπορεῖ, μιλώντας, βλέπει, τὸ ἀνόητο.


Ὅπως ὅτι τριφύλλι μόνο ἕνα
στὶς δέκα τὶς χιλιάδες εἶναι τετράφυλλο.
Πρέπει νὰ σκύβεις κόπους ἕναν - ἕναν γιὰ νὰ κόβεις
δέκα χιλιάδες, ἕνα γιὰ νὰ βρεῖς.


Ὅταν συμβεῖ, σύγχρονοι Ξενοφῶντες σε κάθοδο στεριῶν μυρίων
μία φορὰ νὰ ἀναφωνήσουν "θάλασσα"
τὴν τύχη τὴ γαλάζια οἱ Οἰδίποδες στέκονται γιὰ νὰ δοῦν
τετράπτυχη, σὰν χερουβείμ, τὴ μακαρίζουν μὲ τὰ λόγια


καὶ ἀγνοοῦν κατάκοπα τριφύλλια μαραμένα
προηγηθεῖσες καισαρικὲς ἀπογοητεύσεις,
μία πρὸς μία κλονισμένες καὶ σκυφτὲς
ἀμέτρητες στὰ μάτια, στὸ στόμα μετρημένες σὲ ἀριθμό,
ἐννιὰ χιλιάδες ἐννιακόσιες καὶ ἄλλες ἀκόμα ἐννενήντα ἐννιά.

                 
                 
                    

Ὑπνοπομπή.




Ατν πο δ σ κοίταξε ποτ
ταν σ τάιζε μ δύναμη κκρεμ γκαλιά,
ατν ξαν θ νειρευτες.


Στν κοκκινόμαυρό σου κόσμο τρέχεις,
τρέχεις, τρέχεις, 
χεις μαλλι λλοτε σγουρ
λλοτε σια κα κοντά, σπασμένα μαρα,
ν φτάνεις στ λλο τέρμα.


Τ σκοτεινή σου ρα, μς στν πνο
το σπς τ δόντια μ γροθιές.
Δεκατεσσάρων, δεκαοχτώ, πέντε χρονν 
σαράντα ξι
φηβη, νήπιο, παιδί, κορίτσι εσαι γυναίκα
κ κενος χρονος, νέκφραστος
το πνου σου δελφός, πατέρας 
πιστς σν θάνατος.


Τν φησες μ ματωμένο στόμα.
Στ χέρι δν πονς ταν ξυπνς,
στ πρόσωπο πονς μαζ
μηνη ρύση
κε πο γράφει κδίκηση φιλ
αμα στ χείλη 


"νισε κ σύ".
















  Philip Glass: "The illusionist".
       
                                      

Ἡ ψηφιοποίηση τῆς γραφῆς.

                    

λφα. Τ πρτο κλάμα.
στέρηση.


Στερητικ τ πρῶτο γράμμα τς ἀρχς,
καλε τς νάγκες μ τὴ φων πιτακτικότητα
νς στόματος λάνοιχτου.


κπληξη. να "α" κ ατ
στερε ς ριπ τν συχία.


νακόλουθα κυλάει η ζωή
ν τέλει πίσω, γραμμικὴ, συλλαβικὰ στς καταβολές της.
πρότερη νυπαρξία, δια τελικὴ πηγή.


Λήθη.
Τ δατά της φρισμένα ρεύματα ποδόρια
μις ξεχασμένης πιφάνειας.
Μαζεύω βότσαλα στ νέβασμα κολύμπι,
γράμματα σν βαρίδια, πο δν θυμμαι.


ναλφάβητος ς στερηθ τ ξέχασμα,
συνώνυμο δεινν, φέλους πρωτογενος,
πρν καταλήξει γράμμα τελικ
- μέγιστο πιφώνημα τ "ω" -
ποια λήθεια.


σο μ βρέχει τ νδιάμεσο, τόσο λπίζω
στν καθυστέρηση πιστροφς.
Στροβιλισμς μ λκει, π λφα σ λφα
φροδίνη.


Ο στρογγυλές μου πέτρες, ψηφιακές,
στ λεος συγχρόνων τους, λατινικών ρευμάτων,
τν δια τους τν λξη σχηματίζουν.
π λφα σ λφα, βυθισμένες, γράφουν


A-p-h-r-o-d-i-n-a.

                
                                                







Ἀντίστιξη.



                     
Χειμώνας εναι


πρόωρη γέννα κάθε νύχτας
νάγκη γι τν γκαλιά σου
θέρμη στν λήθεια λίγης σούπας


χνος μνημονικό, διόρατο,
,τι πομένει π τ φιλ μις μάνας.




Καὶ καλοκαίρι


τὸ χρῶμα τοῦ ὄρμου τῆς Αἰγιάλης
τὰ σκαλιὰ στὰ Θολάρια
ἡ θέα ποὺ κλέβουμε ἀπὸ τὸ ἄρμα τοῦ ἥλιου

ὅταν ζητᾶς νὰ σὲ πιστεύω
γεμίζοντας ἀνίκητο γαλάζιο
κάθε μου σκεφτικὸ δωμάτιο.




χειμώνας εναι στάχτη.
Πέφτει στ καλοκαιρινά σου μάτια.