Αόρατη πέτρα.

Καλοκαίρι στο χωριό, σαν και κάθε καλοκαίρι. Βαθιά στα Λευκά Όρη, λείες οι πέτρες στον ποταμό, πελεκητές από αθρώπους αρχαίων εποχών στα θεμέλια των σπιθιώ.  Άθρωπος δώδεκα χρονώ, φορώ γαλότσες και κατεβαίνω με το Λαδονικολή τον ποταμό Κερίτη, ίσια κάτω, ίσαμε το διπλανό χωριό, το Φουρνέ. Επήγαμε να πιάσουμε καβρούς. Στο γυρισμό, δυο γειτονάκια με ρωτούνε πού ήμουνε.

- Είχαμε πάει με το Λαδονικολή για καβρούς. 

- Και επιάσετε;
 
- Ναι, πολλούς.

- Ψόμματα!

- Αλήθεια, ελάτε στο σπίτι να δείτε.

- Λες ψόμματα, δεν επιάσετε πράμα!

Γίνηκα θεριό, που λέγαμε τότε. Ο λεβέντης γέρος με κατάλαβε όντε πήγα σπίτι ντου.

-  Ήντα 'χεις;

- Τα κοπέλια δε με πιστεύουνε ότι επιάσαμε καβρούς.

Ο Λαδονικολής εγέλουνε κάτω από το άσπρο μουστάκι ντου πίνοντας ρακή.

- Κι ήντα δα; Εσύ δεν τηνε κατέχεις την αλήθεια; Κάτεχε εσύ την αλήθεια κι άσ' τσ' άλλους να γελούν.

Μεγαλωμένος με την δύσκαμπτη δυτική κουλτούρα, όπου όλα τα μαθαίνουμε διδασκόμενοι και σπανίως βιωματικά, δεν αντιλαμβανόμουν τί ακριβώς έλεγε ο άντρας αυτός τότε. Αργότερα τα κατάλαβα με το δυτικό τρόπο, διαβάζοντας το θερινό ηλιοστάσι Θ' του Σεφέρη, που περιγράφει το ίδιο πράγμα που ο Λαδονικολής είχε μάθει από τη ζωή.


Γιώργος Σεφέρης - Θερινό ηλιοστάσι θ':

Μιλούσες για πράγματα που δεν τά ΄βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

'Ομως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ΄αφανισμένο τούτο παρόν -
άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.



Τα χρόνια κύλησαν όπως τα νερά του Κερίτη, τα νερά διοχετεύτηκαν σε σιδερένιους σωλήνες μήπως καταφέρουν να ξεδιψάσουν τα Χανιά, οι καβροί πλαγιολίσθησαν σε ψηφιακούς ποταμούς, ο Λαδονικολής δε ζει πια και έμεινε μόνη η αλήθεια, καθαρή και βαριά. Σαν αόρατη πέτρα στο πλάι του ποταμού, για Άτλαντες ερασιτέχνες.






Ανέμελοι περαστικοί.

"Όχι. Δε γίνεται να δουλέψουμε σήμερα. Ας το αφήσουμε για άλλη μέρα. Είναι η πρώτη αληθινή λιακάδα μετά από μήνες - αιώνες". Έτσι είπε κι έφυγε στα πεζοδρόμια του μουδιασμένου απογεύματος που ξυπνούσε με αμηχανία, σαν αρκούδα στην αστική σπηλιά της.

Περπάτησε. Κι ας χαλoύσε τα ακριβά παπούτσια. Κι ας ίδρωνε. Περπάτησε τα χρωστούμενα βήματα. Αυτά που ήθελε να είχε κάνει από πολύ καιρό. Μπορεί απ' όταν γεννήθηκε χωρίς να ερωτηθεί. Περιπλανήθηκε. Περιπλανήθηκε στη μεγάλη πόλη χωρίς φόβο πως θα χαθεί. Είχε χαθεί παλιότερα χωρίς να το ξέρει. Τώρα δε γίνεται να ξαναχαθεί. Ξέρει τώρα πια ότι πάντα χαμένοι είμαστε. Χαμένοι από αυτά που μας αγνοούν.

Οι αχτίδες φώτιζαν τις ρωγμές στα πεζοδρόμια προσπαθώντας να ταϊσουν τα αγριόχορτα. Σήμερα δεν θα βρέξει. Στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η σκιά εναλλασσόταν με το νοσταλγημένο φως, όπως τα τουριστικά μαγαζιά με τα νεοκλασικά κτίρια. Σε ένα από αυτά η έκθεση της Βασιλικής. Μπήκε μέσα. Κι ας είχε ιδρώσει. Κι ας κρατούσε τις τσάντες με τα χαρτιά και τον υπολογιστή. Κι ας μην είχε υπολογίσει πως υπήρχε αυτή η έκθεση. Ακριβώς γι' αυτό μάλλον μπήκε.

Και μετά από αυτήν την παρένθεση ενός κόσμου ολόκληρου, συνέχισε την περιπλάνηση. Νόμισε πως ξεμπέρδεψε με τους αιώνες και το παρελθόν. Με την τέχνη και τους ανθρώπους. Τί άλλο να δει κανείς μέσα σε μια μέρα, εκεί που δεν το περιμένει, πέρα από ένα νεοκλασικό που σκοντάφτει μπροστά σου κάτω από την Ακρόπολη, ένα απόγευμα που όλοι κοιμούνται και βρίσκεις την ευκαιρία να μιλάς αυτοπροσώπως με δημιουργούς σαν τη Βασιλική;

΄Ωσπου είδε τον λυράρη. Σε άλλη θέση από αυτήν που ανήκει, σε άλλη πόλη. Από άλλο υλικό. Ο λυράρης από τον πίνακα του Θεόφιλου είχε δραπετεύσει από το ταπεινό του μουσείο στη Βαριά Μυτιλήνης για να παίξει μουσική στους ανέμελους περαστικούς της πεζοδρομημένης θάλασσας της Ιστορίας. Τον έβγαλε φωτογραφίες. Μία, δύο, τρεις φωτογραφίες. Κι αυτός κοιτούσε. Κοιτούσε όπως δε θα κοιτούσε ποτέ μέσα από τον πίνακα στο υποφωτισμένο μουσείο του. Όπως θα κοιτούσε ίσως ο ίδιος ο Θεόφιλος. Η λύρα δεν ήταν ούτε κρητική, ούτε ποντιακή. "Από πού είστε"; τον ρώτησε. "Από την Τράκη". Ποιά είναι αυτή η Τράκη η σκληρή, που δε μιλάει καλά ελληνικά; Δεν ήθελε να μάθει. Ας μην τα μάθουμε και όλα. 'Ετσι κι αλλιώς δε θα τα μάθουμε όλα. Ο κύριος λυράρης συνέχισε να παίζει μουσική στους ανέμελους περαστικούς. Κάποια στιγμή χτύπησε και το κινητό του, η παρέα του, που αντικατέστησε μάλλον το σκύλο του πίνακα.

Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε. Ναι, γίνεται καμιά φορά κι αυτό. Σκέφτηκε εκείνη την επίσκεψη στο μουσείο που είχε δει τον πίνακα αυτόν. Το καλοκαίρι εκείνο και πολλά άλλα καλοκαίρια. Όχι το καλοκαίρι που ίσως θα 'ρθει. Όλα τα άλλα. Όλους τους έρωτες που κοιμούνται σε κάποιο μακρινό ζεστό μεσημέρι. Δεν ήταν όμως μόνο οι έρωτες. Οι νεκροί άγγιξαν τις χορδές της λύρας - μνήμης με τη μορφή του ηλικιωμένου λυράρη.

Αναλογίστηκε τί βλέμμα είχε εκείνη τη στιγμή κοιτώντας τον πλανόδιο μουσικό. Ο λυράρης δε θα μπορούσε να υποψιαστεί τί προκάλεσε με την παρουσία του. Μετά σκέφτηκε πόσες φορές έχει κοιταχτεί από ανθρώπους της πόλης με μελαγχολική ματιά χωρίς να μπορεί να ξεδιαλύνει γιατί συμβαίνει αυτό. Τώρα επιστρέφει τα βλέμματα σε έναν άγνωστο που νιώθει πως γνωρίζει. Οι περαστικοί εξακολουθούσαν να περνούν ανέμελοι.

Όντως δεν έβρεξε εκείνη την ημέρα. Προτίμησε να βρέξει ερωτήσεις. Υγρές και διαπεραστικές. Γιατί βγήκε ο λυράρης από τον πίνακα; Γιατί μάς θυμούνται οι νεκροί; Γιατί μας πονούν οι για πάντα κοιμισμένοι έρωτές μας όταν γυρίζουν πλευρό; Εμείς σε ποιούς πίνακες κατοικούμε και δεν το γνωρίζουμε; Ποιοί άνθρωποι μας κοιτούν με θλιμμένο βλέμμα και δεν το καταλαβαίνουμε; 

Οι πίνακες της ζωής μας είναι μπροστά μας κάθε στιγμή. Πολλές φορές προτιμούμε να τους προσπερνάμε και να μην τους δίνουμε σημασία, σαν ανέμελοι περαστικοί. Για όσο μας παίρνει.