Στὸ θέατρο.


                                                                         
Ἡ ἐγκάρδια μαχαιριὰ τῆς ἀπρόσμενης συνάντησης
σημάδεψε σὲ μιὰ γωνία τὸ κόκκινο ἄρωμα τῆς νύχτας
μὲ χρῶμα μπλούζας νοσταλγίας καὶ ἐμμηνόπαυσης,
γιὰ κάτι, ὅμως, ποὺ τουλάχιστον εἶχε ὑπάρξει.
   
   
Λίγο ἀργότερα, σὲ μιὰ τυχαία διασταύρωση,
ἄλλη ἀφορμὴ δυὸ μισοσκότεινων βλεμμάτων,
«εἶσαι ἢ δὲν εἶσαι ἐσύ»; ἢ «εἶσαι κι ἐσὺ στ᾽ ἀλήθεια ἐδῶ»;
πρωταγωνίστησε, στὴ γέννησή του μὲ φυσικὸ τρόπο,
ἕνα πικρὸ χαμόγελο ἀποχαιρετισμοῦ.
   
   
Τὰ βολικὰ καθίσματα ἄδειασαν ἀπὸ σκέψεις,
συνειρμοὺς καὶ ὀνειροπολήσεις, ὥστε νὰ περιμένουν,
μήπως συσφίγξουν συνευρέσεις, τὶς προσεχεῖς βραδιές,
τὶς πρόβες κι ἄλλων λάμψεων πρὶν τὶς ὁριστικές τους 
τυφλώσεις.
   
   
Ὅσο κι ἂν σὲ ξενίζει σκηνικά, θὰ παραμένω αἰσιόδοξος πολύ, 
μέχρι τὴν ὥρα ποὺ θὰ δῶ τὸ μπλέ μου ἡλιοβασίλεμα.
Ἐκτὸς αἰθούσης. Ἄλλη φορά, μὲ τὰ δικά μου τὰ μάτια.
   
   
Τὴν ἄλλη μέρα οἱ φίλοι θὰ ρωτήσουν, ὄχι γιὰ τὰ νοήματα,
τὶς ἀπολαύσεις, τὶς ὅποιες κριτικὲς συνδέσεις,
μὰ μὲ λαχτάρα, στερώντας εὐκαιρίες σὲ ἀναπαραστάσεις
«λοιπόν, γιὰ πές μου ποιόν συνάντησες»;
   
   
Κι ἄντε μετὰ νὰ εξηγεῖς τὸ ἀγωνιῶδες ἔργο τῆς ἀνάστασης
κάθε παλιᾶς σου ἐπιθυμίας.