Η τελευταία συννεφιά των Αθηνών.

                                                                          
Την κατάρα του αφήνει πίσω του ο τζίφος. Μετά από μια κουραστική χωρίς λόγο ημέρα, λες να περιδιαβείς λιγάκι στην Αθήνα σου, που κάνει τις τελευταίες της κόνξες πριν την καλοκαιρία και το παίζει συννεφιά. Παραδόξως πως, πολλές φορές όταν νιώθεις ότι κάνεις κάτι με νόημα, κάτι συμβαίνει και δεν κουράζεσαι. Και αφού σκέφτεσαι φευγαλέα ότι οι μέρες μας μοιάζουν με σουρεαλιστικό γιουγκοσλαβικό σινεμά του '90, να και τα φρενήρη χάλκινα στην Πανεπιστημίου για επιβεβαίωση. Ε, τί άλλο να κάνεις; Χαλάς τα τελευταία λεφτά που έχεις στην τσέπη και γυρίζεις πάμπλουτος στο σπίτι.

Για κάποιο περίεργο λόγο νομίζω θα θυμάμαι για τα επόμενα χρόνια εκείνη την κυρία εκτός κλίματος, σαν να βγήκε από την υπέργεια ευδαιμονία άλλων εποχών με τα μεγάλα γυαλιά ηλίου, να κατεβαίνει τα σκαλιά του υπόγειου βιβλιοπωλείου και να λέει στη φίλη της: "Άσ'τα, άσ'τα". Εγώ τα αφήνω, ποιός θα τα πάρει δεν πιστεύω ότι θα μάθω σύντομα. 

Κι αν νομίζετε ότι δε βγαίνει συνοχή από αυτά που γράφω, προσπαθήστε να θυμηθείτε το τελευταίο σας όνειρο. Όοοοχι αυτό, το άλλο λέω. Ναι, εκείνο το παιδικό.





Η εναρκτήρια σκηνή του Underground.

   

     

Ο νότιος άνεμος.

                                                                            
Έρμη κυλιέται η γη. Στέρφα.  Χωρίς φωνές, περπατησιές
και πετάγματα.  Στον λίβα.  Εκεί γεννήθηκα.  Με έθρεψε 
η αμφισβήτηση  με το πικρό της γάλα.  Στάλα δεν άφησα 
να χυθεί στο ξερόχωμα.  Κι αν  το χαλινάρι  έστεκε  εκεί 
παρατημένο   στην   καυτή   πέτρα,   με   το   δάκρυ   της 
σιγουριάς ποτίστηκε απ' τους ζωντανούς.


Όλα τούτα για να περάσει το μεσημέρι.  Να νοτίσουν  τα
ασπρόρουχα  δυό χέρια  τρυφερά να  τα  ξαναγγίξουν  να 
μεγαλώσω. Να μπορεί από δω και μπρος να νυχτώνει πιο 
νωρίς. Tραγούδι  φύσημα απ' τη  σπηλιά να βγει  στ' αυτί 
να με χαϊδέψει πάλι.


Ψίθυρος ζεστός με κόβει το απ' το γλυκό της στόμα φιλί.
                                        ...
                                  










  
Παραδοσιακό νανούρισμα - Χαρούλα Αλεξίου.
...

                                
                                                                              

Αναγραμματισμός.

                                                   
Ένας ένας οι φίλοι του έφευγαν για άλλα μέρη, η ανάγκη βλέπεις,
η αναζήτηση εμπειρίας εργασιακής ζωής ταυτότητας, δεν ξέρω τί.
Καλά κάνεις και ρωτάς όμως. Ή πάλι μπορεί να έφευγαν γιατί
αισθάνονταν ότι κάτι τους διώχνει ή τέλος πάντων δεν τους κρατά.

Έμεινε συνεπώς μόνος, αν και είχε βολευτεί γιατί μπορεί με κάποιο
τρόπο να προερχόταν από ξενιτειές. Οι λέξεις παίζουν μαζί μας,
σχεδόν χωρίς να μας ρωτάνε και πολύ.

Παρ' όλα αυτά ήθελε και εκείνος να πάει κάπου με τη φαντασίωση
να βρει τον εαυτό του. Αποφάσισε χωρίς να το καλοσκεφτεί να πάει
στη Σίκινο. Ναι, η Σίκινος ακουγόταν ανάκατα σωστή. Θα πήγαινε
χωρίς να κρατάει πολλά. Ακόμα κι έτσι, εκεί θα συναντούσε αυτό 
που έψαχνε και θα του περίσσευαν και μερικά γράμματα.






Συνάδελφοι στην τραπεζαρία.

                                                
Όλοι εμείς
που ψάχνουμε να κατανοήσουμε
τους άλλους, το τί συμβαίνει
εμάς τους ίδιους
και το μεταξύ μας

αυτό που φαίνεται κουραστικό
σοφό
κι άλλοτε γενναίο ή αλαζονικό

δείχνει μονάχα 
το μέγεθος της δίψας μας.
Τίποτα άλλο δεν μπορεί να δείχνει
με σιγουριά.

Από αυτή την αναγνώριση  της ανάγκης
και μόνο,
μια εργασία επίπονη,
βρίσκουμε τελικά κάτι άλλο
που μας θρέφει
όταν συναντιόμαστε τα μεσημέρια
γύρω από την επιφάνεια
των τραπεζιών.

Επειδή αισθανόμαστε
ότι πρέπει να το χαρακτηρίσουμε,
το λέμε μονολεκτικά ζεστασιά

νομίζοντας ότι απλώς
νοηματοδοτούμε το αποτέλεσμα
των θερμίδων.
















Βόλτες.


                           
                    
Η Αθήνα δίνει τόση τροφή για σκέψη, για το τώρα, για το πάντα:     

   
Το χρώμα μπορεί να σ' επισκεφθεί ξαφνικά εκεί που δεν το περίμενες


τα κουκλάκια μιμούνται clubbing


 πεζοί θα γεράσετε, να το ξέρετε, γι' αυτό πετάξτε όσο είναι καιρός


 η χαρά μπορεί να βρίσκεται σε ένα φαινομενικό αδιέξοδο



 οι φίλοι είναι παντοτινοί, η βενζίνη στις μηχανές τους όχι


 το τρένο έρχεται σαν βράδυ


 πάντα ανάβουν πράσινα φανάρια για εκείνους που θα μπορέσουν να τα δουν


υπάρχουν ψηλότερα μέρη και από το Galaxy του Hilton, ευτυχώς


 η παλιά τσάντα ξαποσταίνει κι αφήνει όλες τις καινούριες κλεισμένες στο σπίτι


 κάπου πολύ μακριά γίνονται δισεκατομμύρια εκρήξεις υδρογόνου και γι' αυτό υπάρχουμε


 το Βυζάντιο πάει κι αυτό με το μετρό


 όσο κοιμάσαι πέφτουν καθεστώτα φύλλα



 τα νοσοκομεία είναι πιο ταιριαστά όταν είναι έρημα


ό,τι κι αν γίνεται από κάτω, το σταθερό σημείο αναφοράς θα είναι πάντα ο Βράχος


 we'll always have Pilio


 η Άνοιξη φτάνει και πίσω από τις βιτρίνες


 οι παρέες θα γράφουν Ιστορία



 κλαδιά καλώδια και ουρανός είναι η Αττική


 η δουλειά μπορεί να είναι και όμορφη


 οι σκάλες βγάζουν στην επιφάνεια αργά αργά


το τοπίο στην εποχή της μετανεωτερικότητας


 υπάρχει αθηνόραμα δωρεάν, αν και σε δύσχρηστο μεγέθος


 όλοι έχουμε τα τραύματά μας, ουδείς αγρατζούνιστος, 
όπως είπε ένας σπουδαίος άνθρωπος κάποιο βράδυ


 ο εξωτισμός και το Kill Bill του Ταραντίνο είναι πιο κοντά απ' όσο νομίζουμε



έτσι λέμε πάντα, μέχρι την επόμενη φορά.

                                           

Χρέος ασυντόνιστο.

                                                                                          
Μεγάλωσα μέσα στα χαμόγελα
σαν άρρωστος
με την οικογένεια τη γιαγιά και τον παππού
σε κύκλο γύρω από τις επιτραπέζιες τούρτες των γενεθλίων μου
και άλλες αφθονίες δανεικές
το γέλιο ήταν φωτογραφικό δικαίωμα επιτακτικό




μαυροντυμένες γριές στην αυλή σε άλλο κύκλο 
κάτι απογεύματα στην Κρήτη των παιδικών μου καλοκαιριών
με προειδοποιούσαν για το δάνειο παρελθόν τους
όταν μικρές γελούσαν κι οι γιαγιάδες τους
έλεγαν για ακρωτηριασμούς τούρκους βασανισμούς
και πώς τους κόπηκε το γέλιο
όταν αυτές μεγάλωσαν πληρώνοντας

δελτία εκτελέσεις γερμανούς καημούς


κι ενώ εμβολιάστηκα με δυτική κουλτούρα όσο μπορούσα

κι έκλαψα προκαταβολικά μόνος  

με ψυχαναλυτικό πεντάρφανο τόκο τόσα χρόνια 
τότε που όλοι γελούσαν
νιώθω απόμαχος ασυντόνιστος
όταν μονάχος ή με την παρέα μου γελάω επιτέλους 

ξεχρεωμένος ανάπηρος γερός στο δρόμο ή στο μετρό
και εντυπωσιακά αμέτρητοι σκουροντυμένοι 
μας κοιτάζουν με σκυθρωπό φθόνο
επειδή τους θύμησαν τηλεοπτικά δελτία τραπεζικά 
το πόσα χρωστούν.






                         
                                                                      
                                                                

Το λευκό τετράδιο.

                                                   
Στο λευκό της  τετράδιο, οι  άδειες  του σελίδες 
έσβησαν   με  το  κλείσιμο  των  βλεφάρων  της 
όταν  ξάπλωσε  άλλη  μια  νύχτα  μόνη,  για  να 
επιστρέψει  στο  παιδικό  της  δωμάτιο.

Μέσα  στον   ύπνο  της   κατάφερε   να   γυρίσει 
εκεί,   πολλά  χρόνια   μετά   και   να  διαγράψει 
μία  -  μία  τις  λέξεις,  τις  σκέψεις, ίσως και να 
θυμηθεί όλα αυτά που δεν μπορούσε να ξεχάσει.

Το μόνο  που  έμεινε  στο   λευκό  τετράδιο  ήταν 
το όνομα του πρώτου της έρωτα, που κατόρθωσε 
να επιβιώσει  από  τις  επιθέσεις  διαγραφές,  σαν
απόδειξη του  ότι  κάποτε μπόρεσε  να  αγαπηθεί.

Τα κενά φύλλα σημείωναν την ανύπαρκτη πλέον 
επικοινωνία  με τον τρομακτικό γέρο πατέρα της, 
αυτόν που από χρόνια ευχόταν να πεθάνει.

Όταν  ξύπνησε  με ένοχη ανακούφιση, ένιωσε ότι 
με κάποιον τρόπο είχε πια τη δυνατότητα να ξανα-
γεμίσει σιγά σιγά τις σελίδες της από την αρχή.

Και η μικρή  πόλη της  εφηβικής  ηλικίας,  αν  και 
πλέον  μεγαλωμένη  με τσιμέντο, κατάφερε να της 
ξαναδώσει   λίγη  χαρά,  σαν  χειμωνιάτικη  βόλτα
στη  σιωπηλή   προκυμαία  της.  Μια  βόλτα  έτσι,  
χωρίς  συγκεκριμένο  σκοπό.
                                            
                                                

Γύμνια.

  
Δεν φορούσε τίποτα. Του άρεσε
να  περιφέρεται  στο  σπίτι  της
γυμνός,  φέρνοντας  έναν  αέρα
ελευθερίας  και  αναστάτωσης.


Κι αν η σχέση τους ήταν ο καρπός
του χρόνου, της έως τώρα πορείας 
του καθενός


ο δικός του καρπός ήταν δεμένος
με  εκείνο  το  ατσάλινο  ρολόι,
σαν  η  έκθεση  του  κορμιού  να
χρειαζόταν λεπτόδεικτη βοήθεια,
τη σκληρή υπόμνηση


του φθαρτού
και του πεπερασμένου.
                                                      
                                                      

Σύνδρομο σωσίου.

                                                      
                                          στη Μυρτώ

  
Θα ορκιζόμουν ότι είσαι εσύ
αν ήξερα πώς δίνουν όρκους,
αν μ' άφηναν οι σήραγγες υποσχέσεις.



Ήσασταν ίδιες στο κεφάλι
στη ματιά
στη βιβλική σας αφοσίωση
όπως στο όρθιο ανάγνωσμα εστιάζατε
του τρένου.



Η ηλικία άλλη, τα μαλλιά
μα τα γυαλιά
σάς χάριζαν στην όψη
ένα βαγόνι το σταμάτημα
στην αναπνοή.



Κακή λέω την προσαρμογή
που ευαγγελίζεται η απουσία
αν χρειάζομαι μια άγνωστη να έρθει
- αλλιώτικη σαν ίδια -
να σε θυμίσει.



Έστω κι έτσι όμως
το τούνελ κατάφερε να σύρει
την ανάμνηση
δυο - τρεις στάσεις παρακεί.



Για το φως ας πούμε κουβέντα άλλη.
Σωσία χρειάζεται κάποιες φορές το φως.
Για σένα μέσα στις σελίδες
για μένα στο ανέβασμα
της σκάλας υπομονής.



Αναρωτιέμαι τίνος πρώτο θα σωθεί
έτσι που παρασύρεται η συνήθεια
του να κοιτάζει κανείς κάτω
για ν' αποφεύγει άνω να θρώσκει
σε συνάντηση
η τόση δυσκολία που απαιτεί.



Ράγα διπλή κι ατέλειωτη, βλέπεις, η συνέχεια.
             


 

                                       
                              


    
     
     

Κίνηση.

                     
Στις σκοτεινές ακμές
στην άκρη των κτιρίων

στα ηλεκτροφόρα σύρματα
βασανισμένων τρόλεϊ

στις κάτασπρες διακεκομένες
που χωρίζουν αναπόδραστες 

λωρίδες δρόμων


στις  εκπομπές  των  τηλεφώνων
ακέραιες όταν αναζητούν τις ξαφνικές
των  κοντινών  προσώπων  μας
ρυτίδες.


Σε ό,τι ανήκει σε τοπίο αστικό
αόρατο ή ορατό
μα ίσιο
δηλωτικό της κίνησης
γραμμή  σαν σχηματίζουν σε σειρά
οι στασιμότητες
όταν  η ανάγκη  την ανάγκη επινοεί
που κάποιοι αβίαστα ονόμασαν
ζωή.

Σ' αυτό σ' αφιερώνω
ρε μωρό.

Μωρό μου,
γκόμενα
γυναίκα
χαζέ εαυτέ μου
παιδί μου αγέννητο.







                                   

Θάλασσα των Σαργασσών.

                                        
Να 'χεις τον ποταμό για λέξη
αγαπημένη.

Τον τόσο αναποφάσιστο,
ορμητικό ή άνυδρο
ανάλογα την κάθε του εποχή.
Με χέλια που θα ξεγλιστρούν
τη μια στο τόσο
τη θάλασσα να βρουν των Σαργασσών
μια νύχτα με βροχή για να βρεθούν
εκεί απ' όπου ήρθαν.

Μα εγώ, ας είμαι αγαπημένος,
δεν είμαι ποταμός.

Ας είμαι αναποφάσιστος ή άνυδρος
πολλές φορές κι ορμητικός.
Κι αν άνθρωπος, με χέλι μοιάζω
που ούτε ψάρι ούτε φίδι αν δεν το λες
στη θάλασσα αυτή θέλω να πάω
να φύγω νύχτα με βροχή
ν' αναζητήσω εκείνο αυτό απ' όπου ήρθα.
Να σε βρω.

Αν ο θεός ή ο δαίμονας άνθρωπο μ' έφτιαξε
που να πετάω δεν μπορώ μήτε να κολυμπάω
η δρασκελιά μου
και των χεριών μου τ' άνοιγμα
να φτάνουν μόνο το όσο ήδη είμαι
πάνω στη γη το δρόσο και τον καύσωνα
ν' αντέχω
θα κάνω το ταξίδι.

Σ' εσένα πλάι, εκεί στην άκρη της ξηράς,
όπου μπορώ να φτάσω,
στο τέρμα εμείς να βλέπουμε τη θάλασσα
μέσα της να ορμούν, να ρίχνονται
οι ποταμοί
στα μάτια μας μπροστά.

Θαρρείς ίσως γι' αυτά
βουτάει ο ήλιος στο νερό για να πνιγεί.
Γιατί μαζί τον βλέπουν.


                         

Κωνσταντινιά.

                                                                   
Με ίχνη βαριά και ματωμένα τα περνώ
τα μέρη που περπάτησα.
Σε μονοπάτι ολόκαυτο, αμοργιανό
σε κρητικό φαράγγι υγρό, σαρακηνό
το έναστρο ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας
που 'χε στερέωμα διαμαντένιο και πικρό.

Με τα πανιά μου ακέντητα
στο δρόμο για το Γαλαξείδι αν χαθώ
μ' όλον τον κάμπο, στην Αλίαρτο αν καώ
ποτέ μην φτάσω στο ψηλό εκείνο σπίτι
με τα κλειστά πράσινα παραθύρια
να μη μπω
πάνω στη θάλασσα για σένα περιμένω 
καράβι αταξίδευτο, ορφανό.

Βήματα κι όρκους πάτησα για να σε βρω 
μαζί σου μία μέρα να χαράξει 
στο Πήλιο, στων Κενταύρων το βουνό
και σαν αυτούς να γίνομαι κι εγώ
όχι να είμαι, μα να γίνομαι μπορώ
άνθρωπος την ημέρα και τη νύχτα θεριό
απ' του αστερισμού το άλφα
με τη βροντή να έρθω, με σεισμό
στο ωμέγα της φωνής σου
Κουρήτης στη σπηλιά να κατεβώ.

Κι αν έμαθα ένα πράγμα ως τα εδώ
τον Άδη να 'χω να πιστεύω για θεό
στα βλέφαρα σου τα κλειστά προσεύχομαι 

μπορώ
τον Πήγασο να φέρω να τον δεις 

αγάπη μου, σε σύννεφο στον Παγασητικό
και την Ιωλκό στα πόδια σου
κορμί του μύθου, πνεύμα μαγικό
σαν των Μινωϊτών θεά
στα ξέσκεπά σου στήθη 

ανθίζει τον Φλεβάρη η μυγδαλιά
και των Φαιάκων οι καρποί 
την άδικη τη μνήμη κλέβουν 
κάθε μου εικόνα για παρηγοριά
μετρώντας μήνα - μήνα
απ' το μηδέν το δώδεκα, με τη σειρά 

ακούραστα, μ' αέναο ρυθμό
στoν κόσμο των Ιώνων
ιερό να σ' έχουν αριθμό
να σ' έχει στήριγμα λιτή κολώνα δωρική
ναός παλιός, κρυμμένος στην αλησμονιά.

Φως βγάνει η κορυφογραμμή, αχνό
φιλί που δίνει η αυγή για το ταξίδι
στον γιο της μαύρη νύχτα ορεινή
μάνα Περσίδα στους αιώνες που θρηνεί
μοιάζει στα χείλη σου
σαν τα φιλώ
για 'κείνα ταξιδεύω θαρρώ
να εξημερώνω χείμαρρος τη Θεσσαλία όλη
κι απ' των Τρικάλων τα βουνά πετώ

με βόλια και με μάτια μαύρα 
απ' των αετών τις άφταστες, τις άπιαστες φωλιές
ως την Άμφισσα 

των Πελασγών την πιο ωραία πόλη
κόρη που λάμπει στολισμένη
στους ελαιώνες, στις αυλές.

Κι αν πέταξα για μια στιγμή
για μια ζωή μονάχα αν έπεσα 

Ίκαρος εγώ
το όνομά μου αν έλαβε νησί αλαργινό
ήταν για να σου δώσω τα φτερά 

και να ντυθείς Νίκη λαμπρή
ας μ' άφησαν γυμνό 

οι άνθρωποι 
να σε θωρούν άγαλμα ακέφαλο, αλμυρό
μα εμένα μόνο να 'χεις δείξει τα πρόσωπά σου όλα
και το ένα και τα χίλια σου να δω.

Ψίθυρο να σ' ακούω στο Μόλυβο, στο κάστρο
που φέρνει η αύρα απ' της Ασίας τη μεριά, 

απ' τον Άσσο
κι απ' τ' Αϊβαλί αμανέ γλυκό
στην Πέργαμο σ' αρχαίο λόφο άνθος αμύριστο, λευκό
στα δάχτυλά μου αν κοκκινίζεις,
ταπεινός μπρος σε βασιλική παλιών καιρών κι Ελλήνων 
ορθός, δικός σου μόνο, να σταθώ.

Κι αν έφτασα ως τα εδώ
αν είναι για τα μάτια σου, τα αμύγδαλα τα δυό
είναι για να μοιράζονται και να βαστούν
αυτά τα μάτια σου τα ολόγρα
απ' τα μαλλιά χρυσάφια

υπέρπυρο στον κόρφο φυλαχτό
μες στα δικά μου χέρια λιόψωμο ζεστό
και να γεννούν, 
ζωή να φτιάχνουν και να τραγουδούν 
στη Σίκινο την ξαστεριά και στην Ανάφη 
σε κάτασπρη, σ' απάτητη αμμουδιά
τραγούδια που μιλούν για τη βροχή
να μοιάζουνε θλιμμένα, λυπητερά
τα βλέμματα που χάσαμε στη βρύση 

στα φύλλα των πλατάνων μια φορά.

Κι από τη μια την άκρη, απ' του Βοσπόρου το νερό
στην άλλη όχθη της ηπείρου 
με άλμα, μ' ένα θαύμα να βρεθώ
μπροστά στου Άτλαντα, του πόνου μου τον ποταμό
σ' ευωδιαστό γκρεμό να σ' εύρω 

από τη μυρωδιά
πέτρα πολύτιμη γερή, 
Κωνσταντινιά
να σε τυλίγω μ' όνειρα τη νύχτα
σε πορφυρού μανδύα τη σκοτεινιά
και με φιλιά
σε αγκαλιά γεμάτη αληθινό
αμίλητο, βαθύ Ωκεανό.