Διαδικασία εξέλιξης.

                                                           
Κάποιον περασμένο Ιούνιο
αναζήτησε και βρήκε, μισοηθελημένα,
τον όγκο της μορφής.

Τον κράτησε ελπίζοντας
ότι θα ωριμάσει εντός του
και προσπάθησε να κατανοήσει
το όχι και τόσο επίπεδό του νόημα.

Το φύλαξε αφήνοντάς το απρόσεκτα
στη μνήμη μιας τσέπης
για μια, έστω ελάχιστα, πιο δροσερή ημέρα
αν, όποτε, εκείνη ερχόταν.

Από όλα αυτά προέκυψε ανακόλουθα,
τετρακόσια τόσα καλοκαίρια αργότερα,
ένα, για τον ίδιο, σημαντικό
κι αμφίσημο, συναισθηματικά, περιεχόμενο.

Ναι, ακούγεται λίγο, ίσως και αργό,
ιδίως για τα δεδομένα ανυπόμονων δεκτών
αλλά ήταν, όπως φάνηκε, ως διεργασία,
κάτι το απολύτως ποθητό.


Και κυρίως,
όπως για εκείνους όλους που αντέχουν 

πραγματικά να επιθυμούν,
 
ευκταίο.



 
                                                                                                                                                           

Καλοκαίρι σε ένα νησί των Κυκλάδων.

            
Αναχώρηση.

Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής για τις Κυκλάδες, όπου είναι αδύνατον να καθίσεις μαζί με την παρέα σου αν έχεις τολμήσει να κλείσεις τα εισιτήρια από το ίντερνετ, το μάτι του Έμπειρου Ανδρίκου έπεσε πάνω σε ένα πέδιλο με μια νεκροκεφαλή. Αναρωτήθηκε αν η ξανθιά ύπαρξη που το φορούσε ήταν σατανίστρια ή είχε ενδόμυχες αναζητήσεις σχετικά με τις ενορμήσεις ζωής και θανάτου. Θεωρώντας -σωστά- πως ισχύει το δεύτερο, της έπιασε την κουβέντα. Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι, γόνος της ανταγωνίστριας οικογένειας των ηλεκτρικών ειδών και καφετιέρων Κρουπς, τον είχε ήδη μπανίσει, οπότε ακολούθησε μια θερμή συζήτηση. 

Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι δεν μιλούσε, όπως αναμενόταν, ελληνικά, αλλά μόνο αγγλικά, γερμανικά, κάτι ισπανικά από τα ταξίδια της σε Μεξικό και Ισπανία και φυσικά τη γλώσσα των Κυκλάδων, δηλαδή τη γλώσσα του σώματος. Με εξαίρεση τα ισπανικά, τα οποία ο Έμπειρος Ανδρίκος θεωρεί παραφθαρμένα ιταλικά και δεν ομιλεί, αν και του αρέσουν, η συνεννόηση στις υπόλοιπες γλώσσες αποδείχθηκε κάτι πολύ εύκολο με την αλλοδαπή δεσποινίδα. Ο Έμπειρος Ανδρίκος πήγαινε στο ίδιο νησί με εκείνη, κατάκοπος από την ανακαίνιση της έπαυλής του, που δεν έλεγε να τελειώσει, ενώ θα προτιμούσε να είχε πάει στην Πόλη του Μεξικό, όπως πολλοί συνάδελφοί του, που γιόρταζαν τα σαράντα εφτά χρόνια μοναξιάς του επαγγέλματός τους. Η σκέψη ότι οι Κυκλάδες είναι καταλληλότερο μέρος για τα concepts της σεξουαλικότητας, των ονείρων και του ασυνειδήτου, αλλά και η σχεδόν ψυχαναγκαστική του ετήσια ανάγκη για βουτιές στο νότιο Αιγαίο, τον οδήγησαν κυριολεκτικά στα πόδια της δεσποινίδας Ντε Λόνγκι. Όπως προέκυψε από τη συζήτηση, η γερμανίδα δεσποινίς θα πήγαινε επίσης παραλίγο στην Πόλη του Μεξικό, αλλά καθώς το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον,  προτίμησε και εκείνη το τζατζίκι και τα μελτέμια και δε γλύτωσε τη συνάντηση με τον ταλαιπωρημένο από τη ζωή και τους μάστορες Ανδρίκο, αν και στο Μεξικό μπορεί η ατμόσφαιρα να ήταν λίγο περισσότερο εξωτική σε σχέση με τους αμέτρητους φραπέδες και τους φρέντο καπουτσίνο του πλοίου.

Στο ίδιο πλοίο επέβαιναν η Ρούμπη και ο Κεσαντίγιας. Η Ρούμπη ήταν κάποτε συμμαθήτρια του Έμπειρου Ανδρίκου και ο Κεσαντίγιας είναι ο από επταετίας σύντροφός της, που έκλεισε τα ανακατεμένα εισιτήρια και είναι θερινός τρόφιμος του εν λόγω νησιού, αφού κάτι φίλοι του διατηρούν μπιτς μπαρ, εστιατόριο και μίνι μάρκετ σε τρέντυ παραλία και του κρατάνε καλές ξαπλώστρες κάθε μέρα, ακόμα κι αν ξυπνήσει στις πέντε το απόγευμα (τότε ξυπνάει έτσι κι αλλιώς). Παρά τις ανακατωσούρες των θέσεων, το ζεύγος κατάφερε να καθίσει μαζί, ρίχνοντας τον Έμπειρο Ανδρίκο στα γαλλικού μανικιούρ νύχια της γερμανίδας δεσποινίδος.

Η τελευταία δεν μπόρεσε να αντισταθεί στη γοητεία της αρχόμενης φαλάκρας και της ευφράδειας της γλώσσας του Έμπειρου Ανδρίκου και δέχτηκε την πρότασή του να μοιραστούν το φτωχικό του δωμάτιο, στο οποίο kitchenette θεωρείτο ένα ηλεκτρικό μάτι πάνω στο ψυγειάκι. Το δωμάτιο ήταν μεσοτοιχία με το δωμάτιο του ζεύγους Κεσαντίγια - Ρούμπης, κάτι που είχε τα θετικά και τα αρνητικά του (σκεφτείτε τα μόνοι σας αυτά, δε θα γράψω και την Ιλιάδα).
    

Αφίξεις.

Φυσικά, ελληνικές διακοπές που σέβονται τον εαυτό τους δε γίνεται να είναι τόσο ολιγοπρόσωπες. Μόλις μαθεύτηκε σε φίλους, συγγενείς και φίλους και συγγενείς αυτών, ότι πάνε κάποιοι άνθρωποι κάπου να ησυχάσουν, να πλατσουρίσουν, να θαυμάσουν κανένα αρχαίο και το φρυγανικό οικοσύστημα, αποφάσισαν, και μάλιστα χωρίς να συνεννοηθούν, να έρθουν κι αυτοί. Έτσι, έφτασαν η Ρομίκα και η Πεπίτα, οι δυο εξαδέλφες με τα λευκά μπικίνι. 

Η Ρομίκα είναι μια κομμουνίστρια που όμως εργάζεται με χαρά σε πολυεθνική και τα έφτιαξε με ένα συνάδελφό της μια μέρα πριν τις διακοπές. Η Πεπίτα είναι η λίγο μεγαλύτερη εξαδέλφη της, που μιλάει ολόιδια με τη Ρομίκα, το οποίο ok, αν την έχεις μπροστά σου δεν είναι πρόβλημα, αλλά γίνεται συχνά όταν απαντάει το τηλέφωνο της Ρομίκας, η οποία δεν το σηκώνει ποτέ, εκτός από όταν παίρνει ο έρωτας, που δεν πήρε άδεια, και μάλλον πιστεύει ότι δεν πρέπει να πάρει και κανείς άλλος. Η Πεπίτα είναι μια αντιδραστική κορασίς, της οποίας η αγαπημένη λέξη είναι το "όχι".  Οι εξαδέλφες με τα λευκά μπικίνι έμειναν για ένα βράδυ σε δωμάτιο του ίδιου ορόφου με τους Κεσαντίγια, Ρούμπη, Έμπειρο Ανδρίκο και δεσποινίδα Ντε Λόνγκι, αλλά μετά η κυρία που είχε το ξενοδοχείο, ή όπως υποψιάζονται, η Πεθερά αυτής, τις μετέφερε στον από κάτω όροφο, όπου μαλλον ήταν πιο σίγουρο ότι δε θα λάμβανε χώρα το παραδοσιακό κυκλαδίτικο σπορ του σεξ, πράγμα που η Πεθερά, ως νέα μεσοτοιχία του εξαδελφικού διδύμου, προφανώς επιθυμούσε εξορισμένο στον επάνω όροφο.

Επίσης κατέφθασαν: ο αδελφός της Ρούμπης, γνωστός και ως Λαϊκός Νάρκισσος, η αδελφή της Ρούμπης, Ζεντίλ, με τον Ροστροπόβιτς, τον βριλησσιώτη γκόμενο, που ακούει μόνο κλασσική μουσική. Αυτοί όλοι έμεναν αλλού, δεν ξέρω, κάπου κοντά στο μπιτς μπαρ, μπορεί και μέσα στο μπιτς μπαρ. Το παρόν έδωσε και το ζεύγος ανδρών Κόμης και Ρόσκο εκ Θεσσαλονίκης, που νοίκιασαν μηχανάκι και έμειναν σε παρακείμενο θέρετρο και ο κύριος Υβ από το Μόναχο, ο οποίος δεν επέτρεψε σε όσους έχουν υπέρογκα έξοδα να ξεχαστούν για λίγο από τη γερμανική δεσποτεία στην Ευρώπη, αφού εκτός του ότι τα μάτια του έμοιαζαν με αυτά της Άνγκελας Μέρκελ, άπλωνε κάτι πενηντάευρα στην ξαπλώστρα του και ξάπλωνε πάνω τους.

Μικρό πέρασμα από το τυραννισμένο νησί έκανε και ο Δυοσκουλάρικος, κολλητός του Λαϊκού Νάρκισσου, με ένα σκουλαρίκι στο κάθε του αυτί, ο οποίος ήλπισε (λάθος, πολύ λάθος), ότι θα κάνει διακοπές με τον κολλητό του φέτος. Είχε πει στην κοπέλα του ότι θα επισκεφθεί τον φίλο του, "ξεχνώντας" να της αναφέρει τη λεπτομέρεια της γεωγραφίας. Μόλις έγινε αντιληπτό το ότι η "επίσκεψη" ήταν σε νησί, ο Δυοσκουλάρικος αναγκάστηκε να τα μαζέψει και να φύγει προς άγνωστη κατεύθυνση. Το φαινόμενο αυτό ίσως κάποτε ονομαστεί "τηλεφωνική παντόφλα" και να μας απαλλάξει απο περιττές περιγραφές και αφηγήσεις τόσων λεπτομερειών.
                 
                                              
Τεκταινόμενα.

Οι πρώτες μέρες κύλησαν πολύ ήρεμα, με κάτι θάλασσες, φαγητά και ύπνους, κλασσικά πράγματα δηλαδή. Μετά, κάθε υποομάδα πήρε το δρόμο της. Δηλαδή: οι δυο εξαδέλφες είχαν ως στόχο να μαυρίσουν στα πόδια, αφού από την τρομερή πολύχρονη εμπειρία τους, αυτό ήταν το αδύνατο σημείο τους στο μαύρισμα. Είχαν δίκιο. Οι συγκεκρισμένες μαύριζαν περισσότερο από τη μέση και πάνω. Ή κάτι έκαναν λάθος ή το πρόβλημα είναι καθαρά γονιδιακό.

Η Ρούμπη και ο Κεσαντίγιας, που λέγεται έτσι επειδή φτιάχνει αλλά και τρώει ωραίες κεσαντίγιας, έκαναν δυο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ, τη διαδρομή ξενοδοχείο - μπιτς μπαρ και τίποτα άλλο. Το νησί ως νησί δεν τους ενδιέφερε. Ουσιαστικά δεν το έχουν εξερευνήσει τα τελευταία εφτά χρόνια που το επισκέπτονται. Σίγουρα δεν υπήρξε κάποιος σπουδαίος λόγος για να αλλάξει αυτό φέτος. Ο Κεσαντίγιας ήταν πολύ σταθερός σε αυτό το πρόγραμμα, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ' όψη τις θυρεοειδικές του ορμόνες, οι οποίες είναι αλλοπρόσαλες και του επηρεάζουν έντονα και τη διάθεση. Μπορεί τη μία στιγμή να είναι όλο γλύκες και την άλλη να νομίζεις ότι η Melanie Klein ανακάλυψε την έννοια του φθόνου παρατηρώντας τον. Ο Κεσαντίγιας παίρνει όποτε το θυμάται το χάπι του για τον θυρεοειδή, κάτι που εκτός από κάποια κιλά που του έχει βάλει (από όταν γνώρισε τη Ρούμπη λέει ο ίδιος), τον κάνει εντελώς απρόβλεπτο. Στον Κεσαντίγια πρέπει, για να είμαστε κατά το δυνατόν δίκαιοι, να χρεώσουμε την έμπνευση του προορισμού αυτών των διακοπών, άσχετα αν για τον ίδιο είναι οι καθιερωμένες διακοπές. Η Ρούμπη φορούσε κάθε μέρα άλλο παρεό, ή όπως αλλιώς τα λένε αυτά, από τα διάφορα ταξίδια της σε Μπαλί και Τυνησίες, Ταϋλάνδες και άλλα τροπικά μέρη. Τα μέρη αυτά, και άλλα που δε θυμάμαι, γιατί είναι και πολλά, τα επισκέπτονται όταν η Ρούμπη πετυχαίνει τον Κεσαντίγια στις καλές του και κλείνει τα εισιτήρια.

Ο Κόμης και ο Ρόσκο φορούσαν ασορτί ψάθινα καπέλα, κόκκινο και άσπρο, και παρόμοια κοκκάλινα γυαλιά ήλιου, προσπαθώντας να δώσουν παραπάνω στυλ στην παραλία, που, όμως, είχε ήδη αρκετό. Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι και ο Έμπειρος Ανδρίκος, μην αντέχοντας άλλο στάιλινγκ, εξορμούσαν κάθε πρωί με το παλιό αυτοκίνητο του τελευταίου σε διάφορα ξωκλήσια, αρχαίους ναούς, μεγάλες πέτρες και χωριά, νομίζοντας πως είναι ο Γιάννης Βόγλης και η Άναμπελ στην ταινία "κορίτσια στον ήλιο", χωρίς τη φαντασιωσική σκηνή βιασμού, γνωστής και ως "στάσου, μύγδαλα" και χωρίς τη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου - χωρίς τα καλύτερα δηλαδή.  Συναντούσαν τη συναισθηματική ευμεταβλητότητα του Κεσαντίγια, τα κάθε μέρα κι άλλο χρώμα παρεό της Ρούμπης, τα ντεγκραντέ γυαλιά του Κόμη και του Ρόσκο, την πετσέτα - πενηντάευρο του κυρίου Υβ, την ηδυπάθεια του Λαϊκού Νάρκισσου, τον σχεδόν αδιόρατο σνομπισμό του κλασάτου ζεύγους Ζεντίλ - Ροστροπόβιτς και τα όχι όσο θα ήθελαν μαυρισμένα πόδια της Πεπίτας και της Ρομίκας, όταν επέστρεφαν εξαντλημένοι και πεινασμένοι κάτω από την προστασία των φυτεμένων ομπρελών, των ντάκων και των κλαμπ σάντουιτς. 

Κάποιες φορές έλαβε χώρα επίσκεψη σε παραλίες ερημικές και παρθένες από μπιτς μπαρ και μίνι μάρκετ, όπου διαπιστώθηκε επιτοπίως η αξία της αγροτικής οικονομίας, όπου τίποτα δεν πάει χαμένο: αν σου τελειώσει το αντηλιακό πρέπει να βρεις άλλο τρόπο να καλύψεις το στήθος σου, αναγκάζοντας τους φίλους σου να φάνε γρήγορα το καρπούζι τους για να σου δώσουν τη φλούδα (βλ. Ρομίκα, αριστερίζοντα πολυεθνικό φυσιολατρικό κολοσσό).
                                             
                                                                 
Ταμπλέτες.

Εκτός από τις ταμπλέτες για τα κουνούπια, τις ταμπλέτες primperan για τους εμέτους μετά από μεθύσι, και τις ταμπλέτες mesulid που καταργήθηκαν στην Αμερική, αλλά στην Ελλάδα εξακολουθούν να κάνουν θαύματα για τους πόνους της περιόδου, υπάρχουν εκείνες οι αναθεματισμένες ταμπλέτες της Silicon Valley, που λέγονται αϊ φόουν και αϊ παντ.

Οι παράταιροι επισκέπτες είχαν μαζί τους τον απαραίτητο τεχνολογικό εξοπλισμό για να επικοινωνούν με τον κόσμο πέρα από το απέραντο γαλάζιο, που προφανώς δεν τους απέσπασε επαρκώς την προσοχή. Η Ρομίκα μιλούσε με τον έρωτα συνεχώς στο τηλέφωνο, γιατί παρόλο που γνωρίζονται τρία χρόνια, και ενώ κανονικά θα έπρεπε να είχαν ήδη σιχαθεί ο ένας τον άλλον στη δουλειά, αφού τα έφτιαξαν μια μέρα πριν τις διακοπές της Ρομίκας, ανακάλυψαν ότι είχαν τόσα ακόμα πράγματα να πουν. Ο Έμπειρος Ανδρίκος είχε δύο ζωντανές συνδέσεις μέσω email. Η μία ήταν με φιλικό του ζευγάρι, το νεόνυμφο ζεύγος Αλιγάτορα, που πήγε για ένα ολόκληρο μήνα στην Ταϋλάνδη (βόρεια, νότια και νησιωτική). Το ζεύγος Αλιγάτορα θεώρησε καλό να ξαναγράψει βιωματικά ολόκληρο τον οδηγό Lonely Planet από αυτή του την εμπειρία και να στέλνει εκτενή ταξιδιωτικά ρεπορτάζ στους φίλους του. 

Η άλλη σύνδεση ήταν πάλι μέσω email, όπου ο Μελλοντικός Υπουργός, η Σεξολόγος και ο Γνωσιακός Ψυχοθεραπευτής/νέος πατέρας διδύμων, μοιράζονταν φωτογραφίες από τα εντελώς παράλληλα σύμπαντα των διακοπών τους. Ο Έμπειρος Ανδρίκος τους έστειλε ένα Sandschloss, δηλαδή ένα χαοτικό παλάτι στην άμμο που έφτιαξε μαζί με τον κύριο Υβ και κάτι αρχαίες κολόνες. Ο Μελλοντικός Υπουργός έστελνε πισίνες και βίλες, πιθανώς ονειρευόμενος καρπούς πολιτικής σταδιοδρομίας. Ο Γνωσιακός Ψυχοθεραπευτής κάτι t-shirt για νέους πατεράδες και η Σεξολόγος, υπερβαίνοντας όλα τα παραπάνω, ένα βίντεο με μια βουτιά της σε μια πισίνα (διαφορετική από του Υπουργού).

Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι μιλούσε μια φορά την ημέρα με τη μαμά της, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε, γιατί αν κρίνει κανείς από το έκδηλο οιδιπόδειο που βγαίνει στις συζητήσεις μαζί της, ή ακριβέστερα, το σύνδρομο της Ηλέκτρας, μπορεί να μιλούσε και με τον πατέρα της. Η Ρούμπη δεν μιλούσε με κανέναν, αφού όλη της σχεδόν η οικογένεια ήταν στο ίδιο νησί και ο Κεσαντίγιας δεν μίλησε επίσης, αφενός γιατί δεν έχει ταμπλέτα, αφετέρου γιατί η διαθεσή του μπορεί να άλλαζε απότομα αν την κοίταζε. Παρά την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας, η ομήγυρη δυσκολευόταν να συντονιστεί είτε τηλεφωνικά είτε διά ζώσης, με αποτέλεσμα τα βράδυα ο Κεσαντίγιας και η Ρούμπη να βρίσκονται στο μπιτς μπαρ, το ζευγάρι αντρών στα σοκάκια της Χώρας, φωτογραφιζόμενο με κάτι γριές, ο Έμπειρος Ανδρίκος και η δεσποινίς Ντε Λόνγκι στο δωμάτιό τους, και οι δυο εξαδέλφες και ο κύριος Υβ, σε όλα τα παραπάνω. Όταν πάντως βρίσκονταν όλοι μαζί, για να φάνε και καλά, διάβαζαν από την ταμπλέτα του Έμπειρου Ανδρίκου αποσπάσματα μέσω διαδικτύου από τον "Μεγάλο Ανατολικό" του Ανδρέα Εμπειρίκου, με ιδιαίτερη αδυναμία σε ένα από τον πρώτο τόμο, όπου κάποια Υβόννη προκαλεί έξαψη σε καμαρώτους και άλλους πολλούς. Η έξαψη αυτή της Υβόννης του μυθιστορήματος ήταν παρόμοια με αυτήν των θαμώνων από τα γύρω τραπέζια, που έκαναν ότι δεν άκουγαν τον ταλαντούχο Κεσαντίγια, ο οποίος ανέγνωσε πολλάκις και αισθησιακώς τα αποσπάσματα, προσπαθώντας να καταπιούν αθόρυβα τα τοπικά εδέσματα υπό τους ήχους άλλοτε της τσαμπούνας (ζωντανής) και άλλοτε της Έλενας Παπαρίζου (ηχογραφημένης).
                                                          
                                                                               
Σεξ.

Ξέρω πολύ καλα από την ψυχαναλυτική μου παιδεία, ότι οι πιο πολλοί διαβάζετε αυτό το κείμενο για αυτό το κεφάλαιο. Επειδή μερικά πράγματα είναι για να γίνονται και όχι για να γράφονται, θα προσπαθήσω να είμαι φειδωλός, το οποίο είναι και λογικό, αφού δεν μπορώ να γνωρίζω τί ακριβώς έκαναν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Η Ρομίκα έκανε σαφέστατα τηλεφωνικό σεξ με τον έρωτα. Στατιστικά και μόνο, από το πλήθος των ωρών συνομιλίας, πρέπει να ήρθε τουλάχιστον δεκαπέντε φορές σε οργασμό. Η Πεπίτα δήλωσε ότι δεν κάνει σεξ, παρά μόνο σχέσεις, αν και πιστεύει ότι μια σχέση μπορεί να κρατήσει από τις 12 το βράδυ ως το ξημέρωμα, το οποίο περιπλέκει τα πράγματα. Ο Κεσαντίγιας και η Ρούμπη πετούσαν διάφορα υπονοούμενα και το χέρι του Κεσαντίγια είχε κάτι περίεργες μελανιές. Ο Έμπειρος Ανδρίκος και η δεσποινίς Ντε Λόνγκι όλο έλειπαν στις εξοχές και αρκετά βράδυα ήταν κλεισμένοι στο δωμάτιό τους. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι η δεσποινίς Ντε Λόνγκι ανέφερε άκαιρα τη λέξη "μπαλκονάτο" προσπαθώντας να μιλήσει ελληνικά, μας βάζει σε υποψίες. Ο Κόμης και ο Ρόσκο είναι μαζί εδώ και δέκα χρόνια, οπότε λογικά δεν κάνουν σεξ (ή τέλος πάντων θα το λένε αλλιώς). Το γεγονός όμως ότι πήγαν να μείνουν σε ξενοδοχείο άλλης παραλίας και η έντονη εκδήλωση ζήλειας του Κόμη προς τη δεσποινίδα Ντε Λόνγκι όταν εκείνη περιεργάστηκε το λευκό πολύκουμπο Νόκια κινητό του Ρόσκο ("άσε κάτω το τηλέφωνο του άντρα μου"!), μας παραπέμπουν στο αντίθετο συμπέρασμα. Ο Λαϊκός Νάρκισσος ενδεχομένως να είχε ολοκληρωμένη επαφή κάποια στιγμή που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, όταν έφαγε βάφλα με βανίλια Αϊτής ή αν ονειρεύτηκε την Πεπίτα. Ο κύριος Υβ ήταν σοβαρός άνθρωπος και μετουσίωνε τη λίμπιντό του σε γερμανικά ευρώ και φωτογραφίες τοπίων. Το ζεύγος των Βριλησσίων ίσως έχει μια πιο αμβλεία ιδέα περί σεξ, που ξεκινά από το κοίταγμα (καλά μέχρι εδώ), το άγγιγμα (καλά κι εδω), αλλά θεωρεί την ολοκλήρωση περιττό κόπο παραγωγής ιδρώτα (εδώ τα χαλάμε), κάτι που δεν ταιριάζει ούτε με σοβαρά προάστια, αλλά ούτε και με το Μέγαρο Μουσικής. Τελικό συμπέρασμα: η Ρούμπη πρέπει να έκανε πιο πολύ σεξ απ' όλους, αλλιώς δεν θα πήγαινε για έβδομη συνεχόμενη χρονιά στο ίδιο μέρος.
                                                                             
                                                                                                 
Τζετ - σετ.

Από το νησί δεν θα μπορούσε να λείψει η διεθνής παρουσία. Εκτός από το θερινό φεστιβάλ (δεν πολυπήγαμε, έλεος, είχαμε τόσες δουλειές), έγινε ένα πάρτυ σε οίκημα του 1800 με κτήμα, σε ιστορικό χωριό του νησιού. Εκεί έδωσαν το παρόν οι έχοντες χειμερινή αθηναϊκή διεύθυνση, οι ξένοι του νησιού με τουλάχιστον εξαψήφιο εισόδημα και οι ντόπιοι που καρπώνονται μέσω γκαλερί ή άλλων ευγενών δραστηριοτήτων μέρος του εισοδήματος αυτού. Μέσω της γνωστής διαδικασίας του φίλου, γνωστού, συγγενούς, προσεκλήθη ο Έμπειρος Ανδρίκος, ο οποίος συνοδεύτηκε από τη δεσποινίδα Ντε Λόνγκι. 

Στη μέση του κήπου υπήρχε ένας πανύψηλος φοίνικας, φωτιζόμενος με προβολείς και δίπλα από το σπίτι ένα περιβόλι, στο οποίο η δεσποινίς Ντε Λόνγκι αρνήθηκε να εισέλθει, ορθά υποψιαζόμενη τον λόγο, για τον οποίο της έγινε η πρόταση από τον Έμπειρο Ανδρίκο. Μεταξύ των καλεσμένων ήταν ο γιος του Ζακ Κουστώ, τον οποίο η δεσποινίς Ντε Λόνγκι βρήκε χαριτωμένο, μη χάσει, η καναδοπολυνησιογιαπωνέζα τραγουδίστρια της ημέρας εκείνης από το φεστιβάλ, μια νορβηγίδα που μου διαφεύγει το όνομά της, η γκαλερίστα μάλλον, και κάποιοι που είχαν φαίνεται δραπετεύσει από φιλανθρωπική δεξίωση. Η πρόσκληση είχε προέλθει από τον δόκτορα Σκαφάτο, μέντορα του Έμπειρου Ανδρίκου. Ο δόκτωρ Σκαφάτος με τη σύζυγό του και τον γιο τους, κάνουν ένα πέρασμα καθε καλοκαίρι από το νησί, και είχαν την ιδέα να προσπαθήσουν να κάνουν τύφλα τον Έμπειρο Ανδρίκο, το οποίο μετά τη ναυσιπλοΐα και την αγωνιστική κολύμβηση είναι το τρίτο πιο προσφιλές τους σπορ (οι ίδιοι, για κάποιον μάλλον ηπατικής αιτιολογίας ιδιοσυγκρασιακό λόγο, δεν μεθούν ποτέ).

Η ατμόσφαιρα και το κλίμα ήταν πολύ ρομαντικά, και θα ήταν ακόμα περισσότερο αν η δεσποινίς Ντε Λόνγκι δεν ανησυχούσε μήπως αναγνωριστεί από κάποιον αυτού του διεθνούς περιβάλλοντος και είχε επιπλέον αποδεχτεί την ιδέα για νυχτερινή βόλτα πίσω από τον μαντρότοιχο του περιβολιού. Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι φορούσε ένα εφαρμοστό άσπρο παντελόνι και μια κολλητή μαύρη πτυχωτή μπλούζα με ένα μόνο μανίκι, αφήνοντας το άνω έξω τεταρτημόριο του αριστερού στήθους της να φωτίζεται από το αυγουστιάτικο φεγγάρι και τους προβολείς του φοίνικα. Ευτυχώς δεν αναγνωρίστηκε από κανένα, αφού ο γερμανόφωνος κόσμος εκπροσωπήθηκε μόνο από κάποιο boyfriend μιας καλεσμένης από τη Ζυρίχη, γεγονός που ανακούφισε τη δεσποινίδα Ντε Λόνγκι, αφού στην Ελβετία πηγαίνει αποκλειστικά και μόνο στη Γενεύη. Εκεί μπορεί, περιμένοντας να γίνει σέρβις στα ρολόγια της, να κάνει βόλτα γύρω γύρω στις άλλες πόλεις της λίμνης, κοιτάζοντας από κάθε δυνατή γωνία τον υδάτινό της πίδακα, βγάζοντας επιφωνήματα θαυμασμού στα γαλλικά.
                                                                                  
                                                                                                                
Ζώα.

Εκτός από κάποια δίποδα που μιλούσαν νέα ελληνικά και πόζαραν ανεβασμένα πάνω σε αρχαϊκά μεγαλιθικά γλυπτά, τα ζώα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο το καλοκαίρι αυτό στο κυκλαδίτικο νησί. Μια κανελί γάτα με δύο γατάκια έφαγε όλο το περιεχόμενο των ψυγείων των εξαδέλφων με τα λευκά μπικίνι και του ελληνογερμανικού ζεύγους Ανδρίκου - Ντε Λόνγκι. Οι γκουρμέ συνδυασμοί των φαγητών ήταν: γάλα με φέτες γαλοπούλας από το σούπερμάρκετ (τιμές ντελικατέσεν στην Κηφισιά) και παραδοσιακό ντόπιο χοιρινό, το αποκαλούμενο ρόστο, με καλαμαράκια (αποφάγια φημισμένων ταβερνών και πανηγυριών). Η γάτα και τα μικρά της δεν πήραν όνομα, λόγω διαφωνίας της Πεπίτας, της δεσποινίδος Ντε Λόνγκι και του Έμπειρου Ανδρίκου. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε διαφωνία, αφού κανείς δεν είχε σκεφτεί κάποιο όνομα και όλοι την έλεγαν "η γάτα". Απλώς είναι πιο εύκολο να λες ότι διαφωνείς, παρά να προτείνεις κάτι. 

Στην παραλία, ωστόσο, υπήρχαν δύο άλλα ζώα, με όνομα. Ο Έκτορας, ένα πιτ μπουλ που πέρναγε ξυστά από τις ξαπλώστρες, σπέρνοντας τον τρόμο στον γυναικείο πληθυσμό και η Ζιζέλ. Η Ζιζέλ ήταν ένα ανοιχτόχρωμο άσχημο μπουλντόγκ που νόμιζε ότι είναι κουκλάρα και είχε μια τεράστια γλώσσα, που κατά λάθος δεν σφουγγάριζε την άμμο όταν περπατούσε. Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι ήταν (θα το πω αγγλικά τώρα) appalled από την παρουσία των ζώων τόσο κοντα στα προσωπικά της αντικείμενα και ιδίως στο πιο προσωπικό της, τον Έμπειρο Ανδρίκο, που χαριεντιζόταν με τη Ζιζέλ εκ του μακρόθεν και δεν της έδινε καμία σημασία! (εκείνη την ώρα).
                                                                                      
                                                                                                                     
Επιστροφή.

Όπως όλα τα πράγματα στη ζωή, και αυτές οι διακοπές κάποτε τελείωσαν. Η δεσποινίς Ντε Λόνγκι αποφάσισε να μετακομίσει στην Αθήνα, γιατί ο Έμπειρος Ανδρίκος είπε ότι για ασυνείδητους ακόμα λόγους δεν μπορεί να ζήσει πουθενά αλλού, η Ρομίκα θα νοικιάσει μια ανακαινισμένη έπαυλη δίπλα στην υπό ανακαίνιση του Ανδρίκου για να μπορεί να ζητάει ζάχαρη ή φλούδες καρπουζιών, το ζεύγος των Βριλησσίων θα βγάλει κάρτα μέλους στο Μέγαρο Μουσικής για την ερχόμενη σεζόν, ο Κόμης και ο Ρόσκο θα καταστρέψουν ένα μικρό δάσος εμφανίζοντας τις αναρίθμητες φωτογραφίες τους στη Θεσσαλονίκη, ο Κεσαντίγιας και η Ρούμπη θα βρουν την κατάλληλη ορμονική στιγμή για να κλείσουν εισιτήρια για το Μεξικό, η Πεπίτα θα απλώσει τα μαυρισμένα πόδια και την αντιδραστικότητά της σε νησί του Ιονίου πελάγους για επαγγελματικούς λόγους, ο κύριος Υβ θα εκδόσει πολυτελές φωτογραφικό λεύκωμα που θα παρουσιαστεί κοντά στην Maximilianstrasse του Μονάχου και ο Λαϊκός Νάρκισσος θα ξανασυναντήσει τον Δυοσκουλάρικο σε κάποιο αξιοπρεπές σκυλάδικο του Πειραιά.

Στο πλοίο της επιστροφής, οι ληθαργικές δραμαμίνες επέτρεψαν στους ταξιδιώτες να βιώσουν λιγότερο έντονα τους κραδασμούς της αιγαιακής απώλειας. Μικρά παιδιά και μαλλιαρά τετράποδα άκουγαν ενηλίκες παραινέσεις "μη φωνάζεις", λες και γνωρίζουν να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο και το νησί κινήθηκε πλωτό, αν και σε μικρογραφία, για να αγκαλιαστεί, φτάνοντας στην Αθήνα, από όλες τις πιθανές αποχρώσεις του γκρι. Κάποιοι ίσως να αισθάνθηκαν ξένοι στο ίδιο τους το σπίτι, την ίδια ώρα που το βουητό από τις φωνές των ταξιδιωτών και τις μηχανές των αυτοκινήτων τους ακουγόταν, πίσω στο πραγματικό νησί, τους ανθρώπους του, τις ταβέρνες, τις πέτρες και τις παραλίες σαν τραγούδι παρανοειδούς χαράς με σπόρους τρυφερής απειλής: 

θα ξανάρθουμε!