1886.

                                                   
Ήτανε βαθιά  νύχτα.  Πηχτή.  Από τις  νύχτες τούτες που  το νιώθεις
πως κάτι κακό προμηνύεται. Κι ήταν το  σώμα του το ίδιο, σκοτεινό.
Τα όνειρα που είδε τη νύχτα εκείνη, του Ιούνη εκείνου έντονα, σκιές
του μαύρου. Μέσα εκεί φωλιάζανε θεριά δυό, ο αετός και ο λέοντας.
Βαθιά του αλώνιζαν και του τρώγανε τη σκέψη.

Μα μες στον ύπνο του άκουγε τον ποταμό που φώναζε πιο κάτω από
το σπίτι.  Ακούραστος ο ποταμός, έδιωχνε τα νερά  του να ποτίσει τη
θάλασσα και  τα χωράφια  των ανθρώπων.  Ο ποταμός τού  ψιθύρισε
μέσα στο όνειρο.  Μοναχός του δεν θα εμπόριε να κουνηθεί  αλλιώς.

Τα 'πνιξε τα θεριά. Και ξύπνησε. Βουτηγμένος στον ιδρώτα, βρεμένος,
με την καρδιά του να προσπαθεί μάταια να πετάξει από τη φυλακή της
στο θώρακα, ουρλιάζοντας σαν άγριο, πληγωμένο ζώο.



Προσθαλάσσωση.

                                                           
Θα ρίξω πάλι τα μαύρα
τα ματια μου
πίσω εκεί, στη θάλασσα
να προσπαθήσω, υφάλμυρος,

να γίνω.


Νερό με τίμημα το αλάτι.
Με ρίχνει η απαρτίωσή τους,
κουβέντα δε σηκώνει η άνωση.


Πάνω στα πλοία οι σκέψεις
πέρα - δώθε θα 'ναι, να κοιτάζουν
μόνο ό,τι χρειάζονται.
Λίγο από μπλε, πολύ από βαθύ.


Χρώμα μπορεί να ονομαστεί ή επαφή
η πρώτη πτώση.
Κάτι σαν λύπη η εμβάθυνση.


Μέσα της τα καράβια να βουλιάζω,
τα αφόρητά μου,
σιωπηλός στο βυθό ρητά θα ξαναγίνω

ελεύθερος.
                
               
                              




                                                                                                  
                                                            

Να λαμβάνεται προ του ύπνου.


                                                                                                                                                             
Συχνά τον αναζητούν νεκρολογίες.


Διαβάζει τα βράδια πριν να κοιμηθεί,
προτού κλείσει τα μάτια του
τους βίους των αγίων, των αμαρτωλών κυρίως,
αλλά και αυτών των ίδιων των βιογράφων.
Που κάνουν όμως τον δικό του βίο
να μοιάζει αβίωτος.


Χρειάζεται κάψουλες οξυγόνου στο διάβασμά του
των νεκρών.
Σπάνιος ο αέρας στις σκοτεινές αβύσσους.
Πιο σπάνια, κουβάρια αέρινα
στους μαλακούς πυθμένες κρέμονται
για να τον ανελκύσουν.


Το κατά "Μου Λείπεις" άλγος χωρίζεται αθέλητα
στα δυό.
Με ενοχή μαζί η ανάμνηση. 
Με πόνο η ελευθέρωση.
Αντίπαλες, ανέλεγτες δυνάμεις,
σε μολύβδινο κουτί γεμάτο με αισθήματα ρούχα.


Το φταις, παρέα με το μπορείς
κάθονται εκεί, αφόρετα, κάτω.
Πολύ πιο κάτω από το άγγιγμα δέρμα.


Μορφή μελαχρινή, τέτοια βράδια βρίσκεις
και ανοίγεις τη βαριά ντουλάπα σου.
Διαλέγεις φόρεμα. Όποιο και να διαλέξεις,
όλα σου πάνε.
Τα ρούχα σου τα άφησε. Σου πήρε τα μάτια.


Το μαύρο τους ασφυκτικό, ελικοειδώς
τον καταπίνει.
Είναι το βραδινό τους φάρμακο,
χάπι πικρά απαραίτητο για να διατηρείται ζωντανό
το κληρονομικό τους χρώμα.


Στο νου του χίλια χρόνια κατοικείς,
σγουρομαλλούσα αποτύπωση.
Στολίζεσαι ειδικά για τους νευρώνες του.
Οπτικοποιείσαι από υποδοχείς αρώματος
μανόλιας.


Σε ανακαλούν και ξαναζείς.
Όσο θα ανασύρεσαι από τα συναπτικά του δίκτυα,
θα έχεις ένα τρόπο για να υπάρχεις.
Είναι ο δικός σου βίος, πια, ενδοκράνιος,
του Άδη αγαπημένη.


Μικρή κυανόσταχτη.