Συχνά τον αναζητούν νεκρολογίες.
Διαβάζει τα βράδια πριν να κοιμηθεί,
προτού κλείσει τα μάτια του
τους βίους των αγίων, των αμαρτωλών κυρίως,
αλλά και αυτών των ίδιων των βιογράφων.
Που κάνουν όμως τον δικό του βίο
να μοιάζει αβίωτος.
Χρειάζεται κάψουλες οξυγόνου στο διάβασμά του
των νεκρών.
Σπάνιος ο αέρας στις σκοτεινές αβύσσους.
Πιο σπάνια, κουβάρια αέρινα
στους μαλακούς πυθμένες κρέμονται
για να τον ανελκύσουν.
Το κατά "Μου Λείπεις" άλγος χωρίζεται αθέλητα
στα δυό.
Με ενοχή μαζί η ανάμνηση.
Με πόνο η ελευθέρωση.
Αντίπαλες, ανέλεγτες δυνάμεις,
σε μολύβδινο κουτί γεμάτο με αισθήματα ρούχα.
Το φταις, παρέα με το μπορείς
κάθονται εκεί, αφόρετα, κάτω.
Πολύ πιο κάτω από το άγγιγμα δέρμα.
Μορφή μελαχρινή, τέτοια βράδια βρίσκεις
και ανοίγεις τη βαριά ντουλάπα σου.
Διαλέγεις φόρεμα. Όποιο και να διαλέξεις,
όλα σου πάνε.
Τα ρούχα σου τα άφησε. Σου πήρε τα μάτια.
Το μαύρο τους ασφυκτικό, ελικοειδώς
τον καταπίνει.
Είναι το βραδινό τους φάρμακο,
χάπι πικρά απαραίτητο για να διατηρείται ζωντανό
το κληρονομικό τους χρώμα.
Στο νου του χίλια χρόνια κατοικείς,
σγουρομαλλούσα αποτύπωση.
Στολίζεσαι ειδικά για τους νευρώνες του.
Οπτικοποιείσαι από υποδοχείς αρώματος
μανόλιας.
Σε ανακαλούν και ξαναζείς.
Όσο θα ανασύρεσαι από τα συναπτικά του δίκτυα,
θα έχεις ένα τρόπο για να υπάρχεις.
Είναι ο δικός σου βίος, πια, ενδοκράνιος,
του Άδη αγαπημένη.
Μικρή κυανόσταχτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου