Συν Άπειρο.

                                                                   

Είπες "είμαι άπειρη εγώ" σ'εκείνη την επαγγελματική συνάντηση. Ο υπερβολικός σε όλα, για συντομία ας τον πούμε "ο Υπερθετικός", χαμογέλασε. Αντιλήφθηκε την έννοια αυτή λίγο διαφορετικά. Και όπως ένα οχτάρι δεν έχει επίγνωση ότι αν ξαπλώσει μοιάζει με το σύμβολο του απείρου, έτσι κι εσύ.


Συμπτωματικά ήταν οκτώ του μηνός όταν ο Υπερθετικός ξάπλωσε μαζί σου σε μια ανώνυμη παραλία με μάρτυρα την Αίγινα κάπου στο βάθος και κατάλαβες επιτέλους ότι είσαι Άπειρη με τη σωστή πλέον σημασία. Όπως η ατέλειωτη θάλασσα. Κι οι δυό σας μαζί αγκαλιά, εσύ κι αυτός, είστε το συν άπειρο. 

Αιώνιος συνδυασμός.

















"Η περιφραστική πέτρα". Ποίηση - απαγγελία: Κική Δημουλά.
Μουσική: Anemos. Από τη συλλογή "Το λίγο του κόσμου", 1971. Ίδια χρονιά με την έκδοση του Μονογράμματος του Ελύτη. Ακριβώς 40 χρόνια πριν. Το 2011 επί θύραις βροντοχτυπά.




                   
                 
                          
                           

Φαΐ διαγενεαλογικό.

    
Παιδιά δε μ' αξίωσε ο θεός να κάμω δικά μου. Κερατάς θεός. Βλαστημώ Παναγιά μου, συγγνώμη. Έχω όμως τσ' αδερφής μου το παιδί παιδί μου, τση πεθαμένης.


Θυμούμαι όντε ήμουνε κοπελιά μητσή τση θειούς και τη γιαγιά μου που τση βλέπαμε όταν έρχουνταν στη Χώρα για τση δουλειές τωνε. Μας εφώναζαν στο σταθμό των λεωφορείω με την αδερφή μου να τση χαιρετίξουμε. Εμέναμε στην πόλη τότες δυο πλάσματα άβγαλτα, μοναχά, να βγάλομε το σκολειό. 


Στο σταθμό των λεωφορείω μιλιούνια ο κόσμος. Κάθε λογής περαστικός απ' τα χωριά εκειά, μας εφαίνουνταν εμάς παράξενο, που είχαμε δει τη θάλασσα πρώτη φορά δώδεκα χρονώ και εδιαβάζαμε με το λύχνο μόλις ενύχτωνε. 


Τση θυμούμαι εδά ούλους τούτους τση θειούς και τη λάλη μου, τη γιαγιά μου, και θέλω πάλι να βλαστημώ χρονιάρες μέρες. Ετρώγανε τύρους και χόρτα και απ' ούλα τα καλά και δε μας είπανε μια φορά να φάμε κι εμείς μαζί ντονε. Ένα πενηνταράκι να πάρομε κουλούρι δεν μας έδοκαν σαν παιδιά. Εμένα μου ετρέχανε τα σάλια αλλά δεν έλεγα τίποτα, αλλά κι η αδερφή μου, που ήτανε πιο μεγάλη ήτανε αγαθή και ποτέ δεν εζήτουνε πράμα απ' τσ' αθρώπους. Τα κουβαλώ ούλα τούτα μέσα μου, θαρρώ δε θα τα ξεχάσω όσο ζω.


Φέτο τ' ανίψι μου εγνώρισε μια κοπελιά και τονε βλέπω χαρούμενο. Ένα βράδυ που θα επήγαινε σπίτι τζη του είπα και επέρασε κάτω από το σπίτι μου με τ' αμάξι ντου να ντονε δώκω λίγα πράματα να 'χουνε να τρώνε. Θαρρώ δεν κατένε να τρώνε τα σημερνά κοπέλια. Όντε έφταξε με επήρανε στο τηλέφωνο.



- Ρε θεία τί είναι όλα αυτά; Αυτά είναι πράγματα για τρεις μήνες που έβαλες εδώ μέσα.


- Ετσά 'μαι εγώ και ετσά γουστάρω και τα 'βαλα, μη μιλείς καθόλου.



     
                       
                                            


                                          
                                                   

Πάλη των ενορμήσεων / Επικράτηση.

                             
                    ΙΙ.
                                                        
Αν είμαστε κομμάτια από τον ίδιο 
                                              πηλό

αν στις ματιές μας βλέπουμε ο ένας 
                                            τον άλλο

πες μου πού
πού να χωρέσουν τα χίλια αλλά;

Θα σε φιλήσω κι ας πετάνε ολόγυρα 
σαν νυχτερίδες θανάτου.

Σε πολιτεία νεκρή συναντηθήκαμε

κι είπαμε: "θα ζήσουμε εμείς

μαζί μ' εμάς κι άλλοι Αγέννητοι 

                                      θα ζήσουν".


Παιδιά γενιών και εποχών
                                αιώνων άλλων 


αντηχούν 


στους χτύπους της καρδιάς μας.
                              
                               














             
"Adelina de Paseo". (Το κομμάτι από το 1.27 και μετά).

Του Federico Garcia Lorca.
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής. Κιθάρες: Στέλιος Κόλγκαρης και Βασίλης Μαστοράκης.
Τραγούδι: Μάριος Φραγκούλης. Από το δίσκο "Σκοτεινός έρωτας".
                                        
                                     
                                         

Πολυνείκης β'.

                                        
                 Ι.        
                                      
Με ντύνεις
με σκεπάζεις
με φιλάς
να βγω
να μην κρυώσω.


Ψηλά, τον ουρανό κοιτάς
μη βρέξει ἐπὶ τᾶς
το χέρι μου αφήνεις
εκεί  να πας


κι εγώ μονάχα είμαι
ένας γυμνός πυρφόρος.


Δεν έρχεται το κρύο
δε φυσά
μπροστά κοιτάζω μοναχά
 μόνο  μπροστά
πάντα μπροστά


το τείχος βλέπω έρχεται
μιας Θήβας ζωής.






                  

Χέρια - βροχή.

                             
Άν παραμένω κοιμισμένος
στα σεντόνια σου ώρες
και διψώ


σαν χώμα, σαν γη


από το γραφείο σου έρχεται
ο ήχος των χεριών σου,
η πτώση
των ακροδακτύλων σου
στα πλήκτρα




       β
       ρ
       ο
       χ
       ή




κροτ τρουκ λι καπ τρο ρι...


Ξεδιψώ.



     







              

Χύτρα βραδύτητος.

                                                                                            
Οι γυναίκες είναι το πιο δυνατό
πλάσμα του κόσμου.


Άμε παιδί μου να πάρεις ένα
καρβέλι ψωμί μάς λένε μια μέρα
με ένα φιλί στο μάγουλο και μας
στέλνουν χωρίς να μας το λένε
στον πόλεμο.


Κι εμείς επιστρέφουμε χρόνια
μετά ένα βράδυ, λαβωμένοι,
αγνώριστοι, χαμογελαστοί, σε
σπίτι άλλο, να φάμε ξανά ζεστό
φαΐ, κρατώντας ένα μπουκάλι
κρασί.

                                  
                                        
                                                 

ΣΥΝΩΝΥΜΑ

     
Κανείς αν δεν είδε      
                                   ποτέ
επένδυση απώλεια κόστος
σύμπαν
                               το ίδιο
                              

συστατικά  ευτυχίας
ανακαλύψαμε μόνοι
                                  μαζί



Αντέξαμε

                          
       
                        σαν άστρα  
Δυό κόκκοι     


μικροί

ασήμαντοι

ευτυχισμένοι



             Λοβία   τρυπημένα
             δάκτυλα αμέτρητα.
                      




                       




Clint Mansell - "Together we will live forever".
Από τους τίτλους τέλους της ταινίας του Darren Aronofsky "The fountain".






Νανούρισμα 2010.

        
Εσύ λείπεις. Ταξίδι. Από πάντα
έλειπες δηλαδή. Όχι τώρα μόνο.
Είναι αργά. Είπα να κοιμηθώ.
Κοιμόμαστε όταν είναι αργά.
Όταν το καταλάβουμε δηλαδή.


Πήρα το βιβλίο που μου έκανες
δώρο στο κρεβάτι. Αντί για σένα.
Αυτό το βιβλίο με τα ποιήματα.
Φετεινό βιβλίο. Να διαβάσω
μήπως προετοιμάσω τα όνειρα.


Το απόγευμα μιλούσα με το φίλο
μου τον Αρχάγγελο. Θυμάσαι, τον
έχεις γνωρίσει. Κι εκείνος για
ποιήματα μου έλεγε. Για ένα του
Καββαδία. Νίκο τον λέγανε τον
Καββαδία. Έχω τις συλλογές του
από παιδί. Από παλιά.


Συλλογές. "Μαμά τί είναι
συλλογές"; είχα ρωτήσει παιδί
τη μάνα μου. "Συλλογές είναι οι
σκέψεις παιδί μου". Μού είπε
άλλο πράγμα από τα μαζώματα
ποιημάτων δηλαδή.


Απόψε νομίζω θα συναντηθούν
αυτά τα δυό. Οι σκέψεις και τα
ποιήματα. Το φετεινό με τα
παλιά δηλαδή. Για τα βιβλία λέω.
Νανούρισμα. Έτσι λέγεται το
ποίημα του Καββαδία.


Καληνύχτα. Θα σε δω αύριο.
Μπορεί όμως και πιο νωρίς.
Στα όνειρα δηλαδή.






Κόκκινη.


Τη ρώτησε αν της αρέσει η τριλογία των τριών χρωμάτων του Κισλόφσκι. Το ήξερε ότι της αρέσει. Τη ρώτησε έτσι, για να την καταλάβει κάπως καλύτερα και να δει μέσα της. Τη ρώτησε ποιά από τις τρεις ταινίες της αρέσει. Τη λευκή την είχε αποκλείσει. Η δική του αγαπημένη ήταν φυσικά η μπλε. Ήξερε ότι θα έλεγε την μπλε. Ποιά άλλη να έλεγε; Η μπλε είναι η καλύτερη. Την μπλε θα έλεγε. Την είχε στριμώξει.

Δεν ήθελε όμως πραγματικά να του πει την μπλε. Ήθελε να του πει την κόκκινη. Ήθελε τόσο πολύ να του πει την κόκκινη. Να του πάει λίγο κόντρα. Η κόκκινη της ταιριάζει. Αφού είναι η κόκκινη. Είναι κι αυτή κόκκινη. Σκοτεινή και επικίνδυνα κόκκινη.

Του είπε: "Η κόκκινη".





Αυτός δεν είπε τίποτα. Μόνο ένιωσε. Την άλλη μέρα που ξύπνησε, σηκώθηκε και πήγε στην ντουλάπα για να ντυθεί. Δεν ήξερε ποιό πουκάμισο να διαλέξει. Δεν ήθελε να φορέσει ούτε μπλε ούτε κόκκινο. Φόρεσε αυτό που ήταν και τα δύο. Το μωβ φόρεσε.