Το βέτεξ ξαναχτυπά.

Πριν από ένα χρόνο είχα γράψει για μια βραδινή έξοδο στα Εξάρχεια, η οποία μετά από ατελείωτες παραγράφους που παραπέμπουν σε θάψιμο φίλων και κωμωδία παρεξηγήσεων καταλήγει στην τελευταία παράγραφο σε υπαρξιακά ζητήματα, όπως θα όφειλε από αυτό το βήμα άλλωστε, με την παράσταση να κλέβει το βέτεξ της σερβιτόρας που σκούπισε το τραπέζι (δείτε το εδώ).

Λίγες μέρες πριν έφτασε στα μικρά αυτιά μου μια μεγάλη παρεξήγηση με πρωταγωνιστή ένα άλλο βέτεξ, στο Κολωνάκι αυτή τη φορά. Η νεαρή ζωγράφος με τις πολύ προωθημένες απόψεις και εμφάνιση είχε ραντεβού με ένα συλλέκτη σε γνωστή καφετέρια του Κολωνακίου, αφού ο συλλέκτης μάλλον δεν έχει ακόμα ανακαλύψει το μπριζολάδικο "Τέλης" στην Ευριπίδου. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί μπορεί μετά να ήθελε να το αγοράσει κι αυτό, κάτι που θα ήταν καταστροφικό για ορισμένους ψυχιάτρους που θα πρέπει να πηγαίνουν στην Tate Modern για να φάνε μια σωστή μπριζόλα. Αφού λοιπόν αποφάσισε να αγοράσει όλα τα έργα της νεαρής και ταλαντούχας ζωγράφου και να στείλει και μερικά από αυτά σε μια ομαδική έκθεση στην Tate στο Λονδίνο, είχε φτάσει η στιγμή να συζητήσουν και για το οικονομικό θέμα. 

Εντελώς συμπτωματικά ήταν ακριβώς η ίδια στιγμή που ο σερβιτόρος ήρθε για να σκουπίσει το τραπέζι τους με το βέτεξ. Το βέτεξ άκουσε απομονωμένη την ακόλουθη φράση από τον μεγαλύτερο άνδρα προς τη νεαρά:
- "Λοιπόν, κοίταξε να δεις, είσαι καινούρια στην πιάτσα, θα ξεκινήσεις με χαμηλές τιμές στην αρχή".
Από τη μαρτυρία της ιδίας, το βέτεξ στριφογύρισε πολλές περιττές φορές πάνω στο τραπέζι μετά από αυτό.

Για κάποιο περίεργο λόγο νομίζω ότι αυτή η παρεξήγηση διατηρεί την αθηναϊκή ισορροπία. Η ζωγράφος άρχισε να αναγνωρίζεται, το βέτεξ μάλλον θα ξεκινήσει ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία στην Πατριάρχου Ιωακείμ, ο συλλέκτης ανακάλυψε ωραία έργα και οι ψυχίατροι θα εξακολουθούν να τρώνε στον Τέλη. Everybody wins. I love Athens!


                                              

Φιγούρα στην αντανάκλαση της βροχής.

                                      
Βρέχει. Έτσι, απρόσωπα. Ποιός 
θεός θυμήθηκε ποτέ να ρίξει 
νερό σε κεφάλια κατεβασμένα; 

Βρέχει. Εκατομμύρια πέφτουν οι 

σταγόνες να γονιμοποιήσουν μια 
γη που δε ζήτησε ποτέ το τίποτα.

Είναι αυθάδεις οι σταγόνες.

Υπενθυμίσεις ουρανού πες τις 
για να μην τους θυμώσεις.

Διάφανες αλλά όχι αόρατες

Μικρές αλλά οχι αθόρυβες. 
Προφέρουν ασυντόνιστες 
μνημόσυνους ψαλμούς.

Βρέχει. Δε βαριέται η νύχτα να 

το ψιθυρίζει. Ποτέ δε βαριέται η 
νύχτα. Το μουρμουρίζει στα 
αυτιά μας ξανά και ξανά.

Στην Μι θα άρεσε που βρέχει. Να 

νανουρίζεται κι όμως να μην την 
πιάνει ο ύπνος. Να βασανίζεται 
γλυκά μην και αντιληφθεί πως 
είναι η ίδια σαν τη γη. Μητέρα 
κι αυτή.

Ξαπλωμένη κείται ν' ακούει τη 

βροχή στο νυφικό κρεβάτι. Αλλού 
πεθαίνει πάντα η γη όταν τ' 
αποφασίσει να γίνει ερημιά. Κι 
έτσι στο κρεβάτι της θα μένει 
φιγούρα ζωντανή.

Βρέχει. Είμαι ευτυχισμένος όταν 

βρέχει. Έψαχνα για πολλή ώρα 
τα γυαλιά μου μες στο σπίτι. 
Δεν μπορούσα να τα βρω. Σχεδόν 
είχα συμβιβαστεί με την ιδέα 
ότι δε θα βλέπω καθαρά πια. 
Θ' ακούω μόνο.

Πήγα να βάλω λίγο νερό να πιω. 

Της βροχής. Μόνο όταν στάθηκα 
εκεί τα είδα μπροστά μου. 
Αμίλητα κι αυτά.


                      














Κ.Βήτα - Δ.Γαλάνη: ''Μια ευχή". Από το άλμπουμ "Μετά".


                          
                                                        

Η γλώσσα του φόβου.



Όλο έπαιζε με τη γλώσσα του εκείνο το παιδί. Την έβγαζε έξω 
απο το στόμα του, τη γυρνούσε δεξιά κι αριστερά, ακουμπούσε 
τα χείλη του και γενικά ταλαιπωριόταν με δαύτην.



Όσοι είχαν υψηλό δείκτη νοημοσύνης έλεγαν ότι το παιδι 
ήταν χωρίς αμφιβολία καθυστερημένο. Άλλοι το έβρισκαν 
αστείο. Μια συμμαθήτρια του είπε ότι ήταν πολύ ερεθιστικό 
αυτό το παιχνίδι. 



Το παιδί όμως έπαιζε με τη γλώσσα του για έναν πιο απλό λόγο.
Από φόβο. Ήθελε να σιγουρευτει με αυτόν τον παράτολμο τρόπο 
ότι δε θα σπάσει αυτό το μέρος του λόγου. Δεν είχε φαίνεται 
εμπεδώσει ότι η γλώσσα δεν έχει κόκκαλα. Κι ετσι είχε 
καταδικάσει εαυτόν στην απολαυστική του ατέρμονα δοκιμή.



                                                     


      


"Είστε εδώ".
                                                                    
                                                                       

Αφή για όραση αστρολάβο.

                                                               
Είναι Ύφασμα ο Ουρανός.
Μη με ρωτάς ποιός το 'χει υφάνει.
Άλλοτε η Χαρά, πότε η Θλίψη, 
καμιά φορά η Απελπισία
και τις περισσότερες φορές
η Τυφλότητα των Ονείρων.



Είναι ένα Ύφασμα ο Ουρανός.
Μην το κοιτάς για μια στιγμή
που άλλοτε είναι μαλακό
κι άλλοτε άγριο 
σαν ταραγμένο θαλασσινό λιβάδι,
για να κυλιόμαστε χορεύοντας.



Για μάτια έχω τα χέρια μου
το εσωτερικό από τις παλάμες μου
για να τις νιώθεις απαλές
όταν βαφτίζεσαι στην Τρικυμία.



Το δέρμα σου να αγγίζω, δε σου είπα,
είναι κομμάτι το δέρμα σου από Ύφασμα
στικτό από αστέρια.




Οι ελιές σου
οδηγοί της πορείας 
των ναυαγών δακτύλων μου.




              


                      

Η ελαστικότητα των εννοιών.

                        
Μακάρι να έλεγαν πλυντήριο το 
λουτρό. Πάω να πλυθώ να 
λέγαμε. Στο πλυντήριο. Εκεί που 
πλένονται. Μόνο του να έπλενε, 
εμείς άντε ένα - δυο κουμπιά να 
πατάγαμε.

Και το στόμα μακάρι γλυκαντήριο 

να το λέγανε. Σαν κάτι που μάς 
γλυκαίνει μόνο. Όταν το ακούμε, 
όταν το φιλάμε. Όταν μας φιλά.

Τον θάνατο όμως αποστήθιση 

έπρεπε να τον λένε. Αφού τα 
στήθη αποχωρίζονται κι 
αντικρυστά πια δεν είναι. Έτσι 
κι αλλιώς τον χωρισμό αυτόν απ' 
έξω τον μαθαίνουμε. Κι 
ανακατωτά. 

Δεν πειράζει. Ας τα πουν όλα 

όπως επιθυμούν. Έχουμε το 
καλοκαίρι. Το καλοκαίρι να λέμε 
Κυκλάδες. Μικρές, στρογγυλές, 
δικές μας, ήσυχες Κυκλάδες. 

Και Κυκλάδες να λέμε 

όπου είμαστε μαζί.
                                


       












"Το καλοκαίρι θα' ρθεί" - Φοίβος Δεληβοριάς.

   
   

Επάνοδος νομοτέλεια.

                                              
                  ΙΙΙ.
                                  
Αφού τον είχε μεγαλώσει
με ακριβές τροφούς
παχιά χαλιά και γάλα
αυτός ο αρχηγός του κράτους
-Κράτος είναι αδερφός της Βίας είχαν πει-
με τις υποθέσεις τις πολλές
τις τόσες ασχολίες, τον χρόνο λιγοστό
τον είδε με τα μάτια του να φεύγει.
Ήθελε λέει να πάει να πολεμήσει.

Από τις εκστρατείες επεστρεψε
χρόνια μετά
γυρνώντας ματωμένος νικητής
άσταλτος, μόνος όπου είχε πάει
παιδί ακόμα
κύκλους πολλούς σε χώρες έρημες ν' ανοίξει
κι ερήμους αλμυρές να διαβεί
άντρες πολλούς για να νικήσει
να σκοτώσει
μη σκοτωθεί, να κινδυνέψει μόνο
το γέρο βασιλιά να ευχαριστήσει
ας μη το ζήτησε ποτέ
και να γυρίσει άντρας.

Σαν πάτησε το πόδι του στην άδεια πόλη
στο στεγνό της χώμα
κι αντίκρισε τα θαμπά της φώτα
τους ψευτικους, άκαιρους ηλιους
μες στη νύχτα
μήνυμα του ήρθε
από χείλη ξερά και ξένα
που δεν είχαν βυζάξει ποτέ
χείλη διψασμένα:

"Τα λάφυρα που κουβαλάς
τα πλούτη και τις χαρακιές σου μην τα φέρνεις
τους λίθους τους σκληρούς
και τα κλειστά σου τραύματα
στα πόδια του 
όπως λόγιζες γενναίος να ακουμπήσεις.

Πλούτη και λάφυρα
δεν τον νοιάζουν πια
ποτέ του δεν τον νοιάζαν.
Μοιάζουν οι χρόνοι που 'λειπες
τα σκοτεινά πετράδια
με τα μάτια του τα ακίνητα
και την ασάλευτη
την πέτρινή του καρδιά.

Δεν ζει πια ο πατέρας σου.
Τον σκότωσαν
η λήθη η πολύτιμη
κι η έλλογη απουσία.

Οι αντίλαλοι της μνήμης σου της παιδικής".















                  

Φιλί ιόνιο.

                                        
Ένα ποντικάκι φιλί
ένα μικρό σημάδι που μπαίνει 

πάνω από τις λέξεις, 
τόνος ελαφρύς,
ξεγλίστρησε σχεδόν αθόρυβα 
το δειλινό από το ποντικονήσι 

της Κορφού

και λούφαξε στη ζεστασιά
πίσω από το ευωδιαστό κασκόλ 
ενός γυμνού κόρφου.



















  
 
Μάνος Χατζηδάκις: "Νυχτερινός περίπατος".
Από τους 15 εσπερινούς.