ΙΙΙ.
Αφού τον είχε μεγαλώσει
με ακριβές τροφούς
παχιά χαλιά και γάλα
αυτός ο αρχηγός του κράτους
-Κράτος είναι αδερφός της Βίας είχαν πει-
με τις υποθέσεις τις πολλές
τις τόσες ασχολίες, τον χρόνο λιγοστό
τον είδε με τα μάτια του να φεύγει.
Ήθελε λέει να πάει να πολεμήσει.
Από τις εκστρατείες επεστρεψε
χρόνια μετά
γυρνώντας ματωμένος νικητής
άσταλτος, μόνος όπου είχε πάει
παιδί ακόμα
κύκλους πολλούς σε χώρες έρημες ν' ανοίξει
κι ερήμους αλμυρές να διαβεί
άντρες πολλούς για να νικήσει
να σκοτώσει
μη σκοτωθεί, να κινδυνέψει μόνο
το γέρο βασιλιά να ευχαριστήσει
ας μη το ζήτησε ποτέ
και να γυρίσει άντρας.
Σαν πάτησε το πόδι του στην άδεια πόλη
στο στεγνό της χώμα
κι αντίκρισε τα θαμπά της φώτα
τους ψευτικους, άκαιρους ηλιους
μες στη νύχτα
μήνυμα του ήρθε
από χείλη ξερά και ξένα
που δεν είχαν βυζάξει ποτέ
χείλη διψασμένα:
"Τα λάφυρα που κουβαλάς
τα πλούτη και τις χαρακιές σου μην τα φέρνεις
τους λίθους τους σκληρούς
και τα κλειστά σου τραύματα
στα πόδια του
όπως λόγιζες γενναίος να ακουμπήσεις.
Πλούτη και λάφυρα
δεν τον νοιάζουν πια
ποτέ του δεν τον νοιάζαν.
Μοιάζουν οι χρόνοι που 'λειπες
τα σκοτεινά πετράδια
με τα μάτια του τα ακίνητα
και την ασάλευτη
την πέτρινή του καρδιά.
Δεν ζει πια ο πατέρας σου.
Τον σκότωσαν
η λήθη η πολύτιμη
κι η έλλογη απουσία.
Οι αντίλαλοι της μνήμης σου της παιδικής".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου