ΧΡΟΝΟΣ

       
 
   
Θέλω νὰ σᾶς φάω, γιατρέ.


Κοιτᾶξτε τί μεγάλα μάτια ἔχω!
Τί στόμα καὶ τί δόντια ἄστρα
φτερά.


Ἀντέξτε σᾶς παρακαλῶ τὶς καταφάσεις μου
γιατρέ.
Τὶς ἀρνήσεις μόνο νὰ μὴ μοῦ πειράξετε,
σᾶς ἱκετεύω.


Συγγνώμη ποὺ σᾶς ἀποκαλῶ "γιατρέ".
Πῶς ἀλλιῶς ἄλλωστε θὰ μποροῦσα νὰ σᾶς πῶ;


Μοῦ φαίνεστε χλωμός, γιατρέ.
Ὠμὸς ἐννοῶ πραγματικά.
Πῶς μοῦ τὰ λέτε ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια σας;
Δὲν κοκκινίζετε καθόλου ὅταν τὰ λέτε.


Πειράζει ποὺ σᾶς λέω "γιατρέ";
Γιατρέ, γιατρέ, γιατρέ, γιατρέ!
Γιατρὲ ψηθεῖτε ἐπιτέλους γιὰ νὰ μπορέσω νὰ σᾶς φάω.


Γιατὶ θὰ σᾶς φαω, γιατρέ.
Θὰ σᾶς φάω προτοῦ προλάβετε νὰ αντιδράσετε,
πρὶν κὰν σκεφτεῖτε ὅτι δὲ σκέφτεστε.

   ...


Φοβᾶμαι πολύ, γιατρέ.
Καταλάβετέ με.
Φοβᾶμαι μὴν προλάβετε καὶ μὲ φᾶτε πρῶτος ἐσεῖς.

   ...


Πῶς; Τελείωσε ὁ χρόνος μας;
Δὲ βρίσκω λόγια νὰ σᾶς εὐχαριστήσω, γιατρέ.


Ἄν, πάντως, ἔβρισκα, θὰ οὔρλιαζα στὸ εἶναι σας
(ὑπάρχει ἄραγε;)
θὰ οὔρλιαζα, θὰ μάτωνα τὰ ἔνοχα αὐτιά σας.
Ὄχι μὲ τἠ σιωπή μου, ὄχι, ὄχι, σᾶς διαβεβαιῶ.


Μὲ σιγή, μὲ μαύρη, μὲ κατάμαυρη σιγὴ
στὸ χρόνο σας κατάφατσα θὰ οὔρλιαζα,
σ᾽ αὐτή σας τὴν ἐφεύρεση θὰ οὔρλιαζα, γιατρέ:


"Χάϊντεγκερ! Χάϊντεγκερ! Χάϊντεγκερ"!