Κι ακούγεται μια μουσική
σαν πόλεμος.
Ας το 'πε κάποιος
Ας το 'πε κάποιος
θα μας νοθεύσουν με χαλκό μια μέρα
θα πέφτουμε ευλογημένοι στα ακρωτήρια
αθάνατοι στην τέφρα.
Οι φύλακες ανάβουν τις φωτιές στις κορυφές
τα μάτια τους ποτάμια - καίνε
για την επιστροφή.
για την επιστροφή.
Θα μας φάει αυτό το πέλαγος
μας πνίγει με τη δίψα μας
μα δε μας νοιάζει,
απ' τα βαθιά του υπάρχει η εγγραφή.
Δήλωση χαραγμένη
σε γλώσσα απροσποίητη, χωρίς ήχο.
Το ξέρουμε,
η μοίρα μας
είναι η μοίρα της Σαντορίνης.
Αυτή μας η στιγμή
είναι για εμάς η κάθε
στιγμή.
Άλλη δε θα έχουμε,
άλλη δε θα υπάρξει.
Είναι στιγμή της αναγνώρισης.
Εσύ πού γιορτάζεις τις ήττες σου;
Τί χορεύεις με τον φόβο σου;
Πού κρύφτηκες εσύ την ημέρα
της άπνοιας;
Εκ των ων ουκ άνευ οι ερωτήσεις.
Χωρίς αυτές όντα δεν γίνονται,
ων αριθμός ουκ εστιν.
Λίγες, λειψές ακούγονται
οι ερωτήσεις,
παράθυρα μισάνοιχτα σε κέλυφος
κίτρινο σπίτι.
Εκεί του αέρα η απουσία εμπόδιζε τη μετάδοση
του λόγου, του πεδίου, των κουφαριών.
Ο γλάρος τους χάθηκε για πάντα
πίσω από το βουνό του βωξίτη
παράλληλα πετώντας στο σκισμένο
σύννεφο.
Σύμπτωση νόμιζα ήταν το πέταγμα
πάνω από εκεί που ήρεμα ενωνόταν
το άφταστο με το απύθμενο.
Τι λες;
Μιλάς πολύ δυνατά,
δε φτάνω να σε ακούσω.
Ράγισαν το βάθος στην προσπάθεια
τα τύμπανα του πολέμου μου.
Εκείνον όταν μερικώς λογάριαζες, άδικα,
για τελευταία μου μάχη.
Πρώτα σημάδια οι γρατζουνιές της πάλης
από την εποχή του φθόνου,
του σκληρού καιρού που είπες
"άρνηση".
Και έσχατα οι λυτρωτικές εκπνοές,
μετά από μακρύ ταξίδι,
με φόβο και θάρρος μαλακό
τελικά που ονόμασες:
αποδοχή.
Αυτή μας η στιγμή
είναι για εμάς η κάθε
στιγμή.
Άλλη δε θα έχουμε,
άλλη δε θα υπάρξει.
Είναι στιγμή της αναγνώρισης.
Εσύ πού γιορτάζεις τις ήττες σου;
Τί χορεύεις με τον φόβο σου;
Πού κρύφτηκες εσύ την ημέρα
της άπνοιας;
Εκ των ων ουκ άνευ οι ερωτήσεις.
Χωρίς αυτές όντα δεν γίνονται,
ων αριθμός ουκ εστιν.
Λίγες, λειψές ακούγονται
οι ερωτήσεις,
παράθυρα μισάνοιχτα σε κέλυφος
κίτρινο σπίτι.
Εκεί του αέρα η απουσία εμπόδιζε τη μετάδοση
του λόγου, του πεδίου, των κουφαριών.
Ο γλάρος τους χάθηκε για πάντα
πίσω από το βουνό του βωξίτη
παράλληλα πετώντας στο σκισμένο
σύννεφο.
Σύμπτωση νόμιζα ήταν το πέταγμα
πάνω από εκεί που ήρεμα ενωνόταν
το άφταστο με το απύθμενο.
Τι λες;
Μιλάς πολύ δυνατά,
δε φτάνω να σε ακούσω.
Ράγισαν το βάθος στην προσπάθεια
τα τύμπανα του πολέμου μου.
Εκείνον όταν μερικώς λογάριαζες, άδικα,
για τελευταία μου μάχη.
Πρώτα σημάδια οι γρατζουνιές της πάλης
από την εποχή του φθόνου,
του σκληρού καιρού που είπες
"άρνηση".
Και έσχατα οι λυτρωτικές εκπνοές,
μετά από μακρύ ταξίδι,
με φόβο και θάρρος μαλακό
τελικά που ονόμασες:
αποδοχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου