Κωνσταντινιά.

                                                                   
Με ίχνη βαριά και ματωμένα τα περνώ
τα μέρη που περπάτησα.
Σε μονοπάτι ολόκαυτο, αμοργιανό
σε κρητικό φαράγγι υγρό, σαρακηνό
το έναστρο ξημέρωμα της Καθαρής Δευτέρας
που 'χε στερέωμα διαμαντένιο και πικρό.

Με τα πανιά μου ακέντητα
στο δρόμο για το Γαλαξείδι αν χαθώ
μ' όλον τον κάμπο, στην Αλίαρτο αν καώ
ποτέ μην φτάσω στο ψηλό εκείνο σπίτι
με τα κλειστά πράσινα παραθύρια
να μη μπω
πάνω στη θάλασσα για σένα περιμένω 
καράβι αταξίδευτο, ορφανό.

Βήματα κι όρκους πάτησα για να σε βρω 
μαζί σου μία μέρα να χαράξει 
στο Πήλιο, στων Κενταύρων το βουνό
και σαν αυτούς να γίνομαι κι εγώ
όχι να είμαι, μα να γίνομαι μπορώ
άνθρωπος την ημέρα και τη νύχτα θεριό
απ' του αστερισμού το άλφα
με τη βροντή να έρθω, με σεισμό
στο ωμέγα της φωνής σου
Κουρήτης στη σπηλιά να κατεβώ.

Κι αν έμαθα ένα πράγμα ως τα εδώ
τον Άδη να 'χω να πιστεύω για θεό
στα βλέφαρα σου τα κλειστά προσεύχομαι 

μπορώ
τον Πήγασο να φέρω να τον δεις 

αγάπη μου, σε σύννεφο στον Παγασητικό
και την Ιωλκό στα πόδια σου
κορμί του μύθου, πνεύμα μαγικό
σαν των Μινωϊτών θεά
στα ξέσκεπά σου στήθη 

ανθίζει τον Φλεβάρη η μυγδαλιά
και των Φαιάκων οι καρποί 
την άδικη τη μνήμη κλέβουν 
κάθε μου εικόνα για παρηγοριά
μετρώντας μήνα - μήνα
απ' το μηδέν το δώδεκα, με τη σειρά 

ακούραστα, μ' αέναο ρυθμό
στoν κόσμο των Ιώνων
ιερό να σ' έχουν αριθμό
να σ' έχει στήριγμα λιτή κολώνα δωρική
ναός παλιός, κρυμμένος στην αλησμονιά.

Φως βγάνει η κορυφογραμμή, αχνό
φιλί που δίνει η αυγή για το ταξίδι
στον γιο της μαύρη νύχτα ορεινή
μάνα Περσίδα στους αιώνες που θρηνεί
μοιάζει στα χείλη σου
σαν τα φιλώ
για 'κείνα ταξιδεύω θαρρώ
να εξημερώνω χείμαρρος τη Θεσσαλία όλη
κι απ' των Τρικάλων τα βουνά πετώ

με βόλια και με μάτια μαύρα 
απ' των αετών τις άφταστες, τις άπιαστες φωλιές
ως την Άμφισσα 

των Πελασγών την πιο ωραία πόλη
κόρη που λάμπει στολισμένη
στους ελαιώνες, στις αυλές.

Κι αν πέταξα για μια στιγμή
για μια ζωή μονάχα αν έπεσα 

Ίκαρος εγώ
το όνομά μου αν έλαβε νησί αλαργινό
ήταν για να σου δώσω τα φτερά 

και να ντυθείς Νίκη λαμπρή
ας μ' άφησαν γυμνό 

οι άνθρωποι 
να σε θωρούν άγαλμα ακέφαλο, αλμυρό
μα εμένα μόνο να 'χεις δείξει τα πρόσωπά σου όλα
και το ένα και τα χίλια σου να δω.

Ψίθυρο να σ' ακούω στο Μόλυβο, στο κάστρο
που φέρνει η αύρα απ' της Ασίας τη μεριά, 

απ' τον Άσσο
κι απ' τ' Αϊβαλί αμανέ γλυκό
στην Πέργαμο σ' αρχαίο λόφο άνθος αμύριστο, λευκό
στα δάχτυλά μου αν κοκκινίζεις,
ταπεινός μπρος σε βασιλική παλιών καιρών κι Ελλήνων 
ορθός, δικός σου μόνο, να σταθώ.

Κι αν έφτασα ως τα εδώ
αν είναι για τα μάτια σου, τα αμύγδαλα τα δυό
είναι για να μοιράζονται και να βαστούν
αυτά τα μάτια σου τα ολόγρα
απ' τα μαλλιά χρυσάφια

υπέρπυρο στον κόρφο φυλαχτό
μες στα δικά μου χέρια λιόψωμο ζεστό
και να γεννούν, 
ζωή να φτιάχνουν και να τραγουδούν 
στη Σίκινο την ξαστεριά και στην Ανάφη 
σε κάτασπρη, σ' απάτητη αμμουδιά
τραγούδια που μιλούν για τη βροχή
να μοιάζουνε θλιμμένα, λυπητερά
τα βλέμματα που χάσαμε στη βρύση 

στα φύλλα των πλατάνων μια φορά.

Κι από τη μια την άκρη, απ' του Βοσπόρου το νερό
στην άλλη όχθη της ηπείρου 
με άλμα, μ' ένα θαύμα να βρεθώ
μπροστά στου Άτλαντα, του πόνου μου τον ποταμό
σ' ευωδιαστό γκρεμό να σ' εύρω 

από τη μυρωδιά
πέτρα πολύτιμη γερή, 
Κωνσταντινιά
να σε τυλίγω μ' όνειρα τη νύχτα
σε πορφυρού μανδύα τη σκοτεινιά
και με φιλιά
σε αγκαλιά γεμάτη αληθινό
αμίλητο, βαθύ Ωκεανό.



     
                                           
                                                            

Δεν υπάρχουν σχόλια: