Να 'χεις τον ποταμό για λέξη
αγαπημένη.
Τον τόσο αναποφάσιστο,
ορμητικό ή άνυδρο
ανάλογα την κάθε του εποχή.
Με χέλια που θα ξεγλιστρούν
τη μια στο τόσο
τη θάλασσα να βρουν των Σαργασσών
μια νύχτα με βροχή για να βρεθούν
εκεί απ' όπου ήρθαν.
Μα εγώ, ας είμαι αγαπημένος,
δεν είμαι ποταμός.
Ας είμαι αναποφάσιστος ή άνυδρος
πολλές φορές κι ορμητικός.
Κι αν άνθρωπος, με χέλι μοιάζω
που ούτε ψάρι ούτε φίδι αν δεν το λες
στη θάλασσα αυτή θέλω να πάω
να φύγω νύχτα με βροχή
ν' αναζητήσω εκείνο αυτό απ' όπου ήρθα.
Να σε βρω.
Αν ο θεός ή ο δαίμονας άνθρωπο μ' έφτιαξε
που να πετάω δεν μπορώ μήτε να κολυμπάω
η δρασκελιά μου
και των χεριών μου τ' άνοιγμα
να φτάνουν μόνο το όσο ήδη είμαι
πάνω στη γη το δρόσο και τον καύσωνα
ν' αντέχω
θα κάνω το ταξίδι.
Σ' εσένα πλάι, εκεί στην άκρη της ξηράς,
όπου μπορώ να φτάσω,
στο τέρμα εμείς να βλέπουμε τη θάλασσα
μέσα της να ορμούν, να ρίχνονται
οι ποταμοί
στα μάτια μας μπροστά.
Θαρρείς ίσως γι' αυτά
βουτάει ο ήλιος στο νερό για να πνιγεί.
Γιατί μαζί τον βλέπουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου