Η απορρόφηση του φωτός.


  
         
                     
Α. CACHÉES

     
Στο δωμάτιο με τις κρυφές εικόνες στάθηκα ενώπιος,
αναντίρρητα. 
Τις άγγιξα, δεν τις είδα. Είχαν κορώνες και γράμματα. 
Πλοία πολλά, ακίνητα. Αγάλματα ανθρώπινων μορφών, 
αμίλητα. 
Αγνώστων περιεχομένων, παχιές σκιές τα κύτη τους.

    
Από την έλλειψη μιας τέτοιας στάσης, 
με πλήρη ερωτηματική επίγνωση, μακριά εξαφανίζονταν. 
Άλλα, με ανέκφραστη αδιακρισία φαινομένων τρικυμίας, 
έρχονταν εδώ.

    
Δεν αναιρείται ωστόσο η διαπίστωση, 
από τις αντιθετικότητες των όποιων τους εκφράσεων, 
της ύπαρξης, απτής, των νομισμάτων.

    
Ποιός την αντέχει τόση ακινησία προτού αυτή η ίδια, 
με ακατανόητο ρυθμό εγγεγραμμένου κάλλους, 
τις άκαμπτες παλάμες της λυγίσει;
    
     
Για μια αμοιβαιότητα εγγύτητας παλεύει, 
για ένα μήπως ύψους 
εκτοξευμένου απ᾽ τις επάλξεις της -αράγιστες-
του αποχωρισμού.
     
    
    
    
    
   
Β. ΚΑΛΕΣΜΑ
    
    
Είναι οι τυφλές νύχτες που φωνάζουν για να θωπεύσουν 
τις αμαρτίες μας.
Τις αμαρτίες εκείνες που κανείς δεν θα μπορουσε να ζητήσει
να ξεπλυθούν.
Τότε, μόνο να θυμηθείς μπορείς και να τις λούσεις, διστακτικά, 
μ᾽ ένα μειδίαμα.
    
      
Η συνοδεία τέτοιων αναμνήσεων είναι ένα φαινόμενο 
παγιδευμένο.
Τούτο συμβατικά καλείται «η απορρόφηση του φωτός».
Ένα φαινόμενο που συγχέεται, δικαίως, 
με την ακλόνητη ώρα ή τη φανερή έκλειψη 
τονικών δίσκων.
   
  
Αν τολμούσα να κατεβάσω τα άστρα θα ξαναγινόμουν 
σκόνη. 
Το αντάλλαγμά τους της αιώρησης ο μεγαλύτερός μου
φόβος.
Μα δεν υπάρχουν πια δικαιολογίες. Όχι γιατί τελείωσαν, 
αλλά γιατί η ίδια τους η ύπαρξη ήταν, ως φαίνεται, 
επινοημένη.
   
    
Η μόνη αλήθεια φυλακή είναι η μνήμη.
Απ’ το παράθυρό της όμως έχω καταφέρει και έχω ξαναβγεί.
Ακόμα και τις καλύτερες μέρες, αιωρούμενη πάντα θα εκκρεμεί 
μια αξέχαστη, διπλή υπόσχεση βροχής.
    
       
Καταπράσινης.
   
   
                                               .  .  .