Ήτανε βαθιά νύχτα. Πηχτή. Από τις νύχτες τούτες που το νιώθεις
πως κάτι κακό προμηνύεται. Κι ήταν το σώμα του το ίδιο, σκοτεινό.
Τα όνειρα που είδε τη νύχτα εκείνη, του Ιούνη εκείνου έντονα, σκιές
του μαύρου. Μέσα εκεί φωλιάζανε θεριά δυό, ο αετός και ο λέοντας.
Βαθιά του αλώνιζαν και του τρώγανε τη σκέψη.
Μα μες στον ύπνο του άκουγε τον ποταμό που φώναζε πιο κάτω από
το σπίτι. Ακούραστος ο ποταμός, έδιωχνε τα νερά του να ποτίσει τη
θάλασσα και τα χωράφια των ανθρώπων. Ο ποταμός τού ψιθύρισε
μέσα στο όνειρο. Μοναχός του δεν θα εμπόριε να κουνηθεί αλλιώς.
Τα 'πνιξε τα θεριά. Και ξύπνησε. Βουτηγμένος στον ιδρώτα, βρεμένος,
με την καρδιά του να προσπαθεί μάταια να πετάξει από τη φυλακή της
στο θώρακα, ουρλιάζοντας σαν άγριο, πληγωμένο ζώο.