Πέρα από τον Ατλαντικό: Η Ρόδος, η Λέσβος, οι γάτες και ο Θεός.

Όταν  επισκέφτηκα την Αμερική, πήγα για μια ημέρα στο Rhode Island, τη μικρότερη Πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία ίσως καθόλου συμπτωματικά φέρει το όνομα του ομώνυμου ελληνικού νησιού και συνάμα είναι από τις πιο φιλελεύθερες (με την έννοια που αποδίδεται η λέξη liberal) Πολιτείες.

Η Πολιτεία αυτή, της οποίας η πρωτεύουσα είναι το Providence (δυο – τρεις ουρανοξύστες, ένα εμπορικό κέντρο και άπειρα σπιτάκια ολόγυρα), βρίσκεται μεταξύ Νέας Υόρκης και Βοστόνης. Πηγαίνοντας από την πρώτη λοιπόν στη δεύτερη, έκανα μια στάση με το τρένο, το οποίο μου υπενθύμισε ότι αν και ο ΟΣΕ τηρούσε τα ωράριά του δεν θα ‘ταν κι άσχημος, για μία διανυκτέρευση.

Θα με φιλοξενούσαν η Μάντα και η Μπέσυ, ένα ζευγάρι παντρεμένων λεσβιών, τις οποίες γνώρισα σε κάτι διακοπές στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Λέσβο. Ο φίλος μου ο Γιώργος από το στρατό, εκ Κρήτης, θα ήταν πολύ χαρούμενος αν του έλεγα όλη αυτή την συνθήκη, αλλά όπως του έχω ξαναπεί, οι λεσβίες ΔΕΝ θέλουν να κάνουν κάτι πονηρό με έναν άντρα, ιδίως αν βρίσκεται η μία κοντά στην άλλη και δεύτερον ΔΕΝ είναι σαν να έχεις την Πάμελα Άντερσον επί εποχής Baywatch εις διπλούν. Οπότε Γιώργο μην τα ξαναλέμε, πλιζ.

Η Μπέσυ ήρθε στο σταθμό του τρένου, ο οποίος μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήμουν σίγουρος ότι ήταν ο σωστός, και με έβαλε στο στέισον βάγκον, το οποίο θα ήταν πιο ωραίο αν είχε και ένα σκύλο μέσα, για να ταιριάζει με τις εικόνες από τις οποίες έχω κατά καιρούς βομβαρδιστεί από την τηλεόραση. Μετά από μια σύντομη περιήγηση νον-στοπ στην πόλη, τύπου «εδώ είναι ο ένας ουρανοξύστης, εδώ είναι ο άλλος, εκεί είναι το Mall», πήγαμε στο τυπικό αμερικανικό προαστιακό σπιτάκι, που κάποιοι γνώρισαν καλύτερα από την ταινία American Beauty και κάποιοι από την τηλεοπτική σειρά, που κανονικά δε βλέπεται ούτε από νοικοκυρές, αλλά ούτε και από ακαμάτρες σε απόγνωση.

Στο σπίτι με τους περίπου 8.000 πίνακες, κρεμασμένους με κάτι σύρματα από το ταβάνι για να μην τρυπηθούν οι τοίχοι, μας περίμενε η Μάντα, που είχε μαγειρέψει, και οι γάτες της οικογένειας, που εξήγησαν την μη ικανοποίηση της φαντασίωσής μου περί σκύλου στο στέισον-βάγκον, αλλά σε καμία περίπτωση της φαντασίωσης του Γιώργου που περιγράφηκε πιο πάνω. Επρόκειτο για καθαρά WASP κατάσταση. Η λέξη αυτή, εκτός από σφήκα όταν γράφεται κανονικά, είναι ακρωνύμιο και σημαίνει White Anglo Saxon Protestant, δηλαδή Λευκός, Αγγλοσάξονας Προτεστάντης.

Η κατηγορία αυτή των πρώτων μεταναστών χαρακτηρίζει την καθεστυκυία τάξη στην Αμερική. Κατά κάποιο τρόπο είναι η επιβίωση και η επιβολή του τρόπου ζωής αυτού που περιγράφει ο Λαρς Φον Τρίερ στην ταινία του «Δαμάζοντας τα κύματα», μεταφερμένο και προσαρμοσμένο στην αμερικανική εκδοχή. Σε πρακτικό επίπεδο μεταφράζεται σε μετρημένη, πειθαρχημένη ζωή, κάτι που αν το βλέπαμε στην Ελλάδα θα το λέγαμε κακομοιριά ή θα το στέλναμε στον ψυχίατρο και που εξηγεί γιατί έρχονται όλοι αυτοί στην Ελλάδα, αλλά και γιατί οι Έλληνες ντρέπονται να πουν ότι πάνε στον ψυχίατρο, τον οποίο τελικά δε γλυτώνουν, αλλά απλώς τον χρειάζονται για άλλους λόγους.

Με αυτό το background, η μοντέρνα αυτή οικογένεια είχε 2 γάτες, η μία με ευρωπαϊκό και η άλλη με αμερικανικό όνομα. Ο γάτος με το ευρωπαϊκό όνομα λεγόταν Θορ, και ήταν ένας ήρεμος γάτος, ανοιχτόχρωμος, με ομοιόμορφο καφέ τρίχωμα. Θορ ονομαζόταν ο θεός του πολέμου στις σκανδιναβικές χώρες, ως γνωστόν. Η γάτα του σπιτιού, με το χωρίς γνωστή σημασία όνομα Τίξυ, αμερικανικής ηχητικής, προφανώς γατίσιας ευηχίας εμπνεύσεως, ήταν παρδαλή, με όλες τις έννοιες αυτού του τελικά πολύ χρήσιμου όρου. Η Τίξυ είχε κάτι τεράστιες άσπρες, μαύρες και κανελί βούλες και δεν μπορούσε να καθίσει σε ένα μέρος. Ο Θορ με το που τον φώναξα ήρθε και στρογγυλοκάθισε στα πόδια μου, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να σηκωθώ από την πολυθρόνα και τώρα να μη θυμάμαι ούτε τους μισούς από τους πίνακες που θα μπορούσα να είχα δει. Τελικά η αγάπη για τα ζώα σκοτώνει την τέχνη. Ας το πει παρακαλώ κάποιος στο WWF, γιατί τα λέω και μετά φαίνομαι πάλι ο κακός.

Η Τίξυ όλο τριγυρνούσε μέσα στο σπίτι για να την προσέξω και είχε την τάση να σηκώνει την ουρά της σαν κεραία όλο ευθεία προς τα πάνω, αλλά όταν τη φώναζα πήγαινε πίσω από μια πολυθρόνα, νομίζοντας ότι δεν βλέπω την κεραία, που αθώα εμφανιζόταν όταν άκουγε το όνομά της, και κυρίως το γράμμα «ξ» από το εντελώς bimbo όνομα Τίξυ. Τελικά η Τίξυ μπορεί να αντιπροσώπευε την Πάμελα Άντερσον ως αρχέτυπο και ίσως οφείλω μια συγγνώμη στο φίλο Γιώργο, αρκεί βέβαια να μην τον πειράζει που η Πάμελα στην περίπτωση αυτή έχει τη μορφή γάτας, με ό,τι ανατομικές δυσκολίες αυτό συνεπάγεται σε μια πιθανή συνεύρεσή τους.

Είχε φτάσει η ώρα του φαγητού. Θα τρώγαμε κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο. Χάρηκα γιατί θα μου θύμιζε την πατρίδα και το ωραίο κοτόπουλο με πατάτες που έχω φάει εκτός από το σπίτι μου και τα σπίτια των φίλων μου, σε όλα τα στρατόπεδα και τα νοσοκομεία που με έχει ρίξει η μοίρα κατά καιρούς. Μετά βέβαια από την εμπειρία εκείνου του κοτόπουλου, νοστάλγησα ακόμα περισσότερο την πατρίδα και με θλίψη τραγικού ήρωα, τα στρατόπεδα και τα νοσοκομεία της εν τέλει ανεκτής μέχρι τότε μοίρας. Είπαμε, WASP σε όλα, άρα και στο κοτόπουλο, το οποίο είχε τσακωθεί με το λάδι. Το λάδι είναι μια περιττή πολυτέλεια, ο Θεός θα σας κάψει. Αν και δεν είναι σίγουρο ότι θα σας κάψει με λάδι, ίσως με πετρέλαιο.

Με αυτά και με τα άλλα, ήρθε και η ώρα του ύπνου. Αφού κατάφερα και είδα τους πίνακες που ο θεός του πολέμου με είχε εμποδίσει να δω νωρίτερα, ανέβηκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη την κρύα νύχτα του Νοεμβρίου. Μπήκα στο συμπαθητικό δωμάτιο και πήγα στο παράθυρο για να το κλείσω, αφού έκανε κρύο. Ήταν κλειστό όμως. Απλώς δεν ήταν αναμμένη η θέρμανση. Το πετρέλαιο είναι μια περιττή πολυτέλεια, ο Θεός θα σας κάψει. Εντάξει, ίσως δε σας κάψει ούτε με πετρέλαιο τελικά. Μετά από μια φευγαλέα νοσταλγία στα στρατόπεδα και τα νοσοκομεία που προαναφέραμε, φόρεσα ό,τι φανελάκια είχα μαζί μου και κοιμήθηκα στο ημίδιπλο κρεβάτι με τα 2 παπλώματα.

Το πρωί ξύπνησα ευχάριστα, αν και μάλλον η μύτη μου, που αναγκαστικά ήταν έξω από τα παπλώματα για να μη σκάσω, με έκανε λίγο να μοιάζω στον τρομακτικό κλόουν με την κόκκινη μύτη από το «Αυτό» του Στήβεν Κινγκ. Το πρωινό ήταν ευτυχώς κανονικό και μάλλον ο Θεός δεν είναι ενάντιος στο γάλα, το βούτυρο και τα μπέηγκελ (κουλούρια). Μετά κάναμε άλλο ένα γύρο νον-στοπ αράουντ Πρόβιντενς και στο κολλέγιο Μπράουν, που ήταν και μπράουν σε χρώμα, και ξαναπήρα το τρένο, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος ότι είναι το σωστό, για τη Βοστόνη.

Μην περιμένετε τώρα να γράψω και για τη Βοστόνη. Τώρα λέω να ξαπλώσω για να χωνέψω το κοτόπουλο με πατάτες που έφαγα σήμερα το μεσημέρι, και να κοιμηθώ αγκαλιά με το καλοριφέρ.





Φόρτσουν κούκι.


Αισθάνομαι  εθισμένος στην απώλεια.
Στην  επανάληψη  του να  χάνω. Έτσι
σισύφια να ξαναενώνομαι με αυτούς
που έχασα για πάντα. Για πάντα τους
έχασα,  για  πάντα  να  ενώνομαι.

Πολλές  φορές  νιώθω πως αυτό  είναι
που σου ζήτησα. Να μου χαρίσεις αυτό
το πένθος.

Κι εσύ μου το πούλησες σαν έμπορος.





"Θνήσκων πολεμιστής" του Δ. Καλαμάρα.
Αθήνα, στάση μετρό "Εθνική άμυνα".







Βόμβες των ανθών.

Είναι από εκείνα τα πρωινά που περπατάς γρήγορα για να μην αργήσεις στη δουλειά, φορτωμένος με ένα χαρτοφύλακα με άχρηστες γνώσεις. Μπαίνει η Άνοιξη. Δεν έχει μπει, αλλά μπαίνει. Γεννιέται με πόνο και ανακούφιση.

Περπατάς γοργά και το ξέρεις ότι είσαι στο πιο φωτεινό μέρος του κόσμου. Από πάντα το ήξερες. Αλλά κοιτάς το γκρι του δρόμου αντί για τον ανανεωμένο όρκο του ήλιου στον ουρανό. Όπως κάθε φορά. Κάθε φορά ο όρκος ανανεώνεται και κάθε φορά συνεχίζεις να κοιτάς χαμηλά. Κάποια στιγμή όμως το συνειδητοποιείς. Το φως νομοτελειακά θα διαπεράσει τα μάταιά σου ρούχα και γυαλιά. Δια της οσμής.

Λαχανιασμένος, με κοφτές ανάσες, προσπαθείς να μην νιώσεις το εύρος όλου αυτού του αέρα. Μες στην τρεχάλα, τη στιγμή που θα κλέψεις λίγο αέρα για να ανασάνεις, σκάνε όλοι οι ανθοί από τις νεραντζιές σαν εκρήξεις στο κεφάλι σου. Μεγατόνοι εκρήγνυνται ανελέητα στα ρουθούνια, στα μάτια, στα αυτιά και το στόμα σου. Ο λαιμός σου καίει. Για μια στιγμή δεν είσαι σίγουρος αν βρίσκεσαι στην Αθήνα ή την Κωνσταντινούπολη. Οι εκρήξεις των ανθών ζαλίζουν και δερβίση και τσολιά. 

Εσύ όμως δεν είσαι ούτε δερβίσης ούτε τσολιάς. Είσαι λαχανιασμένος χαρτοφύλακας. Σταματάς. Επιτέλους σταματάς. Κοιτάς γύρω. Η ζωή είναι αλλού. Εδώ.





Μπλε κάγκελο.

Το λατρεύω αυτό το μπλε κάγκελο. Λατρεύω με την έννοια που λατρεύεται ένα ομοίωμα, ένα είδωλο, ένα τοτέμ.

Γιατί είναι μπλε αυτό το κάγκελο έξω από το σχολείο; Μήπως γιατί είναι ελληνικό; Ναι, σιγά. Μήπως γιατί υποψιάζεται ότι δε θα νιώσει ποτέ την αρμύρα της θάλασσας και πήρε το χρώμα της; Δεν θα έπρεπε να ανησυχεί. Ο ιδρώτας από τις παλάμες των παιδιών θα του δώσει πετσί σκληρό σαν να ήταν στη θάλασσα.

Είναι τόσο ευθύ το μπλε κάγκελο. Δεν έχω δει άλλο σαν κι αυτό στην Αθήνα. Διατρέχει εκείνο το δρόμο στο Γκάζι και προσπαθεί να του δώσει ταυτότητα. Σχολείο, πολυκατοικίες, μπαρ, λοφτς, βιοτεχνίες, χαμόσπιτα, άδεια μαγαζιά, όλα τα διαπερνά αδιάκριτα.

Δε φταίει αυτό. Κάποιοι θα το έφτιαξαν και θα το έβαλαν εδώ. Εγώ όμως εκείνο πρόσεξα πρώτα και με ανάγκασε να δω και αυτόν τον δρόμο. Το δρόμο που διατρέχει, σαν τον κίνδυνο που επισημαίνει.

Πραγματικά είναι τόσο ίσιο. Σαν ισοηλεκτρική γραμμή της αθηναϊκής καρδιάς που πάλλεται κάθε μέρα. Και κάθε βράδυ. Είναι μπλε αυτό το κάγκελο. Χρώμα βαθιά μελαγχολικό.



Chet Baker: "Almost blue".
Όποιος δεν αντέχει τη σχεδόν 5λεπτη εισαγωγή, ας δοκιμάσει να αντέξει τα λόγια στο 4.58.

Almost blue
Almost doing things we used to do
Almost all the things that your eyes once promised
Now your eyes are red from crying
...
Almost blue
It's almost touching it will almost do
There's a part of me that's always true...always
Not all good things come to an end now it is only a chosen few
...

ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


Θα σου πάρω το χι.
Είναι δικό μου γράμμα 
το χι.
Όπως η αντοχή
η ενοχή
το χι απ' τα χείλη σου
το χι του όχι.

Θα σου το πάρω 
το βάρος χι.

Θέλω το δέλτα να σου δώσω.
Πάνω του σαν χείμαρρος να εκβάλει
η δίνη.
Να δομηθεί σαν Ένα το Μόνο.
Εκείνο που ήταν δύο.

Μην κουνηθείς!
Ένα μόνο γράμμα ν' αλλάξω.
Το χι που φέρνει η εποχή
με το δέλτα μιας δύναμης.

Μια αντικατάσταση.
Χωρίς ανοχή,
σε άλμα διπλό.
Πώς αλλιώς να σου δαμάσω
το χάσμα

             από τη μοναχικότητα
                  στη μοναδικότητα.





 
Φωτό: Νίκος Χ. ''Skyfeb-10". 


Πέμπτος όροφος τρίτος.

 Ο αγαπημένος σου όροφος είναι ο πέμπτος. Δεν ξέρεις γιατί. Μπορεί γιατί η Γαλάνη σου έλεγε από το δίσκο «Κανονικά» ότι «στου πέμπτου ορόφου τον παράλληλο το έργο που θα δεις είναι ακατάλληλο, κι απόψε».

Ο Μιχάλης Δέλτα έχει γράψει ένα τραγούδι, γεμισμένο με ένα εκκρεμές κατακόρυφο πιάνο, για την κατεβασιά του από τον πέμπτο όροφο, στο ισόγειο. Ο Μιχάλης όμως γυρίζει πίσω γιατί δεν το αντέχει αυτό, αυτήν την περιδίνηση στη σκάλα προς τα κάτω και θέλει να ανέβει πάνω ξανά, και το κάνει. Ο Μιχάλης έχει κρύψει τον έρωτά του ή κάποιο πολύ αγαπημένο άνθρωπο στον πέμπτο και επιστρέφει.

Εσύ όμως δεν μένεις στον πέμπτο. Μένεις στον τρίτο. Και αισθάνεσαι κι εσύ αυτόν τον ίλιγγο όταν κατεβαίνεις. Και νομίζεις ότι ακούς αυτό το πιάνο. Αλλά δεν το ακούς πραγματικά, μόνο θυμάσαι το δονούμενο εντύπωμα που σου έχει αφήσει, δε θα έλεγες ανεξίτηλα, αλλά το ίχνος του που δέθηκε για πάντα με τα συναισθήματά σου. Που όμως είναι βαρύτερο από το αν θα ακουγόταν μόνο ο ήχος του πιάνου, ακόμα κι αν ήταν ανεξίτηλος.

Δεν μπορείς να νιώσεις όλη την ένταση αυτού του κατεβάσματος. Δεν είναι αρκετοί οι όροφοι. Δεν προλαβαίνεις σε τρεις ορόφους να χωρέσεις αυτό που τραντάζουν οι πέντε. Ακόμα και στο υπόγειο να κατέβεις, πάλι σου λείπει ένας όροφος. Ένας κόσμος.

Δεν αγόρασες το διαμέρισμα του πέμπτου. Δεν πουλιόταν. Κι αν πουλιόταν, είναι μικρό. Δε θα είχε χώρους. Πήρες το μεγάλο διαμέρισμα. Που όμως είναι στον τρίτο. Και τώρα το διάστημα της καθοδικής βίωσης είναι ανεπαρκές και το πιάνο δεν προλαβαίνει να ξεδιπλώσει όλα του τα κυματιστά χτυπήματα. Δεν ήξερες πόσο σημαντικό είναι αυτό όταν έρχεται η ώρα να διαλέξεις σπίτι ή εαυτό.

Δεν πειράζει όμως. Έτσι κι αλλιώς δεν έχεις λόγο να ξαναγυρίσεις πάνω, ούτε έρωτα, ούτε τίποτα άλλο σημαντικό, όπως ο Μιχάλης στο τραγούδι του. Βγαίνεις έξω στο δρόμο και με έκπληξη συνεχίζεις να ακούς το κομμάτι του απειλητικού πιάνου. Το παίζουν αγωνιώντας οι άνθρωποι, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, πατώντας τις κόρνες των αυτοκινήτων τους απελπισμένα.



Μιχάλης Δέλτα: "Πέμπτος όροφος". Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου.
Από το άλμπουμ "Το χρώμα της μέρας". Το βίντεο είναι του χρήστη του Youtube "dqsrious".