Είναι από εκείνα τα πρωινά που περπατάς γρήγορα για να μην αργήσεις στη δουλειά, φορτωμένος με ένα χαρτοφύλακα με άχρηστες γνώσεις. Μπαίνει η Άνοιξη. Δεν έχει μπει, αλλά μπαίνει. Γεννιέται με πόνο και ανακούφιση.
Περπατάς γοργά και το ξέρεις ότι είσαι στο πιο φωτεινό μέρος του κόσμου. Από πάντα το ήξερες. Αλλά κοιτάς το γκρι του δρόμου αντί για τον ανανεωμένο όρκο του ήλιου στον ουρανό. Όπως κάθε φορά. Κάθε φορά ο όρκος ανανεώνεται και κάθε φορά συνεχίζεις να κοιτάς χαμηλά. Κάποια στιγμή όμως το συνειδητοποιείς. Το φως νομοτελειακά θα διαπεράσει τα μάταιά σου ρούχα και γυαλιά. Δια της οσμής.
Λαχανιασμένος, με κοφτές ανάσες, προσπαθείς να μην νιώσεις το εύρος όλου αυτού του αέρα. Μες στην τρεχάλα, τη στιγμή που θα κλέψεις λίγο αέρα για να ανασάνεις, σκάνε όλοι οι ανθοί από τις νεραντζιές σαν εκρήξεις στο κεφάλι σου. Μεγατόνοι εκρήγνυνται ανελέητα στα ρουθούνια, στα μάτια, στα αυτιά και το στόμα σου. Ο λαιμός σου καίει. Για μια στιγμή δεν είσαι σίγουρος αν βρίσκεσαι στην Αθήνα ή την Κωνσταντινούπολη. Οι εκρήξεις των ανθών ζαλίζουν και δερβίση και τσολιά.
1 σχόλιο:
Τελικα δεν σε κερδισε ποτε το ΧΑΑ... ευτυχως...
Βγαλε τα γυαλια σου να δακρυσουν τα ματια σου απο τις ηλιαχτιδες....
Δημοσίευση σχολίου