Αὐτὸν ποὺ δὲ σὲ κοίταξε ποτὲ
ὅταν σὲ τάιζε μ᾽ ἀδύναμη ἐκκρεμὴ ἀγκαλιά,
αὐτὸν ξανὰ θὰ ὀνειρευτεῖς.
Στὸν κοκκινόμαυρό σου κόσμο τρέχεις,
τρέχεις, τρέχεις,
ἔχεις μαλλιὰ ἄλλοτε σγουρὰ
ἄλλοτε ἴσια καὶ κοντά, σπασμένα μαῦρα,
νὰ φτάνεις στ᾽ ἄλλο τέρμα.
Τὴ σκοτεινή σου ὥρα, μὲς στὸν Ὕπνο
τοῦ σπᾶς τὰ δόντια μὲ γροθιές.
Δεκατεσσάρων, δεκαοχτώ, πέντε χρονῶν
σαράντα ἕξι
ἔφηβη, νήπιο, παιδί, κορίτσι εἶσαι γυναίκα
κὶ ἐκεῖνος ἄχρονος, ἀνέκφραστος
τοῦ ὕπνου σου ἀδελφός, πατέρας
πιστὸς σὰν θάνατος.
Τὸν ἄφησες μὲ ματωμένο στόμα.
Στὸ χέρι δὲν πονᾶς ὅταν ξυπνᾶς,
στὸ πρόσωπο πονᾶς μαζὶ
ἄμηνη ρύση
ἐκεῖ ποὺ γράφει ἡ ἐκδίκηση φιλὶ
αἷμα στὰ χείλη
ἢ
Philip Glass: "The illusionist".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου