Κάτι σαν φλασάκι... Τυχαίες α-συναντήσεις, χρέη του μέλλοντος.


Το μακρινό όσο και εξίσου κοντινό έτος 1996, τον προηγούμενο αιώνα που αποχαιρετήσαμε μάταια 2 φορές το 2000 και 2001 μήπως πιστέψουμε ότι τού ξεφύγαμε, εγώ και οι συμμαθητές μου τελειώναμε το λύκειο. Στη μικρή μας πόλη, της οποίας το μοναδικό κοινό στοιχείο με το Λονδίνο είναι το ότι τίποτα ποτέ δε συνέβαινε, μάς έκαναν την τιμή οι πολύ γνωστοί από τότε αγαπημένοι των εφήβων Διονύσης Τσακνής και Λαυρέντης Μαχαιρίτσας να παραθέσουν μια συναυλία στο ανοιχτό στάδιο της πόλης, χωρητικότητας περίπου 249 θέσεων, με φόντο τις μπασκέτες - κληρονομιά του ευρωπάσκετ '87.

Εννοείται ότι δε θα το έχανα με τίποτα, αφού λίγο καιρό πριν είχα αγοράσει και το CD με τίτλο ''Η Νύχτα θα το πει", με ζωντανές ηχογραφήσεις από τις εμφανίσεις τους και το άκουγα καθημερινά, περίπου εν είδει θεραπείας, κάτι μεταξύ αντιβίωσης και συνειδητής προσπάθειας ενηλικίωσης (που συνήθως οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα). Το αυτοκίνητο του Δήμου, συνήθως επιφορτισμένο να μας προσκαλεί από το μεγάφωνο για κάποια κινητοποίηση - διαδήλωση εναντίον του οργανωμένου κράτους, όσο κι αν αυτό μπορεί κανείς να πιστέψει ότι πραγματικά υφίσταται, ενημέρωσε τους δημότες για την επικείμενη συναυλία, με αποτέλεσμα η γιαγιά μου να μού ανακοινώσει ότι θα παραστεί με τις φίλες της στο πολιτιστικό γεγονός του καλοκαιριού, το οποίο για κάποιο λόγο δε θυμάμαι αν προηγήθηκε ή ακολούθησε μια ανάλογη εμφάνιση της Κατερίνας Κούκα με τα περίπου 48 encore του "Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ" (τελικά δε βρέθηκε κάποιος χριστιανός να της ρίξει ένα).

Παρά τις έντονες προειδοποιήσεις στην κατά τα άλλα συμπαθέστατη όσο και πείσμονα γιαγιά μου ότι ΔΕΝ θα της αρέσει αυτή η συναυλία, εκείνη ήρθε και έφυγε στο δεύτερο τραγούδι (I told you so...). Δεν συναντηθήκαμε, αν και δε θα 'χα πρόβλημα. Θα επανέλθουμε στο θέμα.

Πριν ένα χρόνο και κάτι, σε ένα εργασιακό περιβάλλον, το οποίο δε θα περιγράψω τώρα γιατί δεν έχω όρεξη αφενός, αλλά και γιατί θέλω να κρατήσω και τίποτα για το μέλλον, γνώρισα τον Τζόνμακ. Ο Τζόνμακ λοιπόν, πολύ ξηγημένο παιδί (άλλο άρθρο αυτό, βιβλίο μην πω η περίπτωσις), μού είπε πως το 1986 λόγω των σεισμών στην πόλη του είχε έρθει για κάποιους μήνες στη δική μου πόλη ως παιδί σε κάτι συγγενείς και μάλιστα πήγε και σχολείο εκεί (όχι στο δικό μου, ευτυχώς!). Εννοείται ότι σκέφτηκα ''τί μικρός που είναι ο κόσμος'' και άλλα πρωτότυπα. Πάντως μού ήρθε η εικόνα ότι θα μπορούσαμε να είχαμε όντως συναντηθεί στο δρόμο, στο λεωφορείο, κτλ και να μην γνωριστήκαμε ποτέ, όπως γίνεται σε κάτι ταινίες, συνήθως σπονδυλωτές, συνήθως του ανεξάρτητου κινηματογράφου. Το θέμα είναι ότι μετά από χρόνια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αυτή η α-συνάντηση του τότε έγινε πραγματική συνάντηση στο τώρα, με μια αίσθηση χρέους που ξεπληρώνεται χρόνια μετά, αν και δεν το ζήτησε κανείς.

Επιστρέφουμε στη συναυλία. Η φίλη και συμφοιτήτρια Εφ-Τζι με ξέρει χρόνια (κάτσε να μετρήσω...). Έχουμε κάνει συζητήσεις επί συζητήσεων, και του λιμανιού και του σαλονιού - αλλά και άλλων συναφών χώρων. Τις προάλλες πήγαμε στο σινεμά (άλλη πάλι ιστορία, η ταινία δεν περιγράφεται χωρίς προηγούμενη χρήση έστω νόμιμων ουσιών) και μετά από τόοοοοοσα χρόνια τής έρχεται και μού λέει ότι πριν πολλάααααα χρόνια είχε έρθει στην πόλη μου στη συναυλία των Τσακνή - Μαχαιρίτσα καθώς ήταν πολύ φαν, και μάλιστα την είχε φέρει η μητέρα της, εξίσου φαν (πάντα πρωτοπόρος η μαμά Εφ-Τζι μπάι δε γουέι, αυτό πρέπει να κατατεθεί). Το θέμα είναι ότι: η Εφ-Τζι μένει όχι απλά στην άλλη άκρη του κόσμου, αλλά λίγο πιο κει ακόμη. Επίσης τόσα χρόνια δεν το είχε αναφέρει και μού το λέει αφού έχω σκεφτεί ό,τι έχω σκεφτεί για την ιστορία με τον Τζονμακ. Και λέω: να κι άλλο ένα! Άλλη μια α-συνάντηση. Μήπως καθόταν κάπου κοντά μου στη συναυλία; Μήπως ιδωθήκαμε μες στο πλήθος; Δημιουργήθηκε ένα είδος χρέους στο μέλλον; Ήταν ένα είδος προοικονομίας για τη μελλοντική συνάντηση;

Φυσικά τα ερωτήματα είναι ρητορικά και δεν είναι δυνατό να εμπεριέχουν μεταφυσική χροιά. Ήταν όμως ωραίες συμπτώσεις και το γεγονός ότι έχω μοιραστεί εν αγνοία μου στιγμές με ανθρώπους που γνώρισα αργότερα και σημαίνουν πράγματα για μένα ήταν κάτι σαν φλασάκι. Σαν αυτό εδώ, που θυμίζει εκείνο το βράδυ σαν να 'ναι χτες:



Μελαγχόλησες, νιώθεις πεταμένος
Μες στην πόλη σου σα ξένος, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Φύλλο και φτερό, στο μυαλό σου χιόνι
που τη σκέψη σου παγώνει, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις
Σκέψου την ώρα, τη στιγμή που τη ρεβάνς θα πάρεις
Σκέψου κορίτσια και γιορτές και πράμα που σαλεύει
κι ένα παιδί που μοναχό το δρόμο του γυρεύει

Κάτι άστραψε, κάτι σα φλασάκι
Σαν πικ νικ μες στο δασάκι, μια γλυκιά φωτιά
Λάβε θέση για να πάρεις πάλι την πρωτιά

Σα να δρόσισε, έρχεται βροχούλα
και μια άνοιξη νυφούλα, βρε παιδί μου αμάν
Στην καρδιά βάλε πατίνια και δυο ρουλεμάν

Βάλε στο μαγνητόφωνο...

 
 


Οδύσσεια, Κιούμπρικ και Ταυτίσεις.

Η Οδύσσεια του Ομήρου έχει θεωρηθεί σταθμός στην Ιστορία του ανθρώπου καθώς έχει εκφραστεί η άποψη ότι η στιγμή της συγγραφής του ποιήματος ταυτίζεται με την περίοδο που ο άνθρωπος συνειδητοποιεί τη δυνατότητα επιλογής της δράσης του έναντι των φυσικών φαινομένων και έναντι των θεών, με ό,τι προεκτάσεις δημιουργούνται από μια τέτοια διατύπωση.

Ο Οδυσσέας αψηφά τον Ποσειδώνα και ξεκινά το μακρύ ταξίδι του - αλληγορία της ζωής - για να επιστρέψει ώριμος εξωτερικά και εσωτερικά εκεί από όπου αρχικά ξεκίνησε. Είναι ο ίδιος ή ένας άλλος που επιστρέφει; Ίσως δεν έχει τόση σημασία όσο η διαδικασία η ίδια που τον σμίλεψε στο τρίπτυχο ταξίδι - ωρίμαση - επιστροφή. Ο προορισμός είναι ίδιος με την αφετηρία, η ζωή ενός ανθρώπου είναι η ζωή κάθε ανθρώπου αλλά και των ανθρώπων ως γένος.

Ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ στην ταινία του "2001: Οδύσσεια του Διαστήματος", η οποία βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Άρθουρ Κλαρκ, επιχειρεί μοναδικά να περιγράψει αυτό το φαινόμενο αναγάγοντας το ανθρώπινο είδος σε ένα συλλογικό Οδυσσέα. Οι λέξεις - ορόσημα του τίτλου της ταινίας (Οδύσσεια - 2001 - Διάστημα) καταδεικνύουν συμβολικούς σταθμούς-κλειδιά στην Ιστορία του ανθρώπου, όπως ήταν αυτά αντιληπτά την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, το 1968.

Η πρώτη έννοια είναι η Οδύσσεια. Η Οδύσσεια προβάλλεται με τρεις πτυχές: Ως οριζόντια έννοια που διατρέχει τη ζωή του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά σε όποια εποχή κι αν γεννήθηκε, ως ένα διαχρονικό σημείο αναφοράς και ως μεταφορικός τρόπος θεώρησης της Ιστορίας της ανθρωπότητας.

Η δεύτερη έννοια είναι το 2001. Το 2001 αποτελεί το έτος που θα εισαγάγει την ανθρωπότητα σε μια νέα εποχή. Ας μην ξεχνάμε ότι η ταινία γυρίζεται με πολύ υψηλό επίπεδο αισθητικής ένα χρόνο πριν την προσελήνωση, σε ένα κόσμο διαιρεμένο σε δύο πολιτικά και οικονομικά συστήματα, τη χρονιά που ξεσπά ο πόλεμος του Βιετνάμ και ο γαλλικός Μάης, με την πυρηνική απειλή να βιώνεται ως ρεαλιστικός φόβος αφανισμού του ανθρώπου. Η έξοδος από αυτόν τον αιώνα και την παγιωμένη εύθραυστη τάξη πραγμάτων συμπυκνώνεται στο έτος-ορόσημο 2001, όπως αυτό είναι ιδωμένο εκ των προτέρων. Η κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός, η άνοδος της Κίνας και ο κλυδωνισμός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος σηματοδοτούν μεταξύ άλλων ιστορικές αλλαγές που απομένει να φανεί πού θα οδηγήσουν.

Η τελευταία έννοια του τίτλου της ταινίας, το Διάστημα, μάς εισαγάγει στην έννοια του χώρου αλλά και του κενού. Το Διάστημα είναι ο χώρος στον οποίο θα διαδραματιστεί η τελευταία πράξη του ανθρώπου και παράλληλα αποτελεί την απέραντη δεξαμενή απεριόριστων δυνατοτήτων και ελευθερίας, όπου όλα είναι ανοιχτά προς όλες τις κατευθύνσεις. Είναι δηλαδή ένα περιέχον αλλά και ο συνεκτικός χώρος που συνδέει μεταξύ τους άγνωστους κόσμους-σταθμούς. Αξίζει να σημειωθεί η διττή σημασία της λέξης ''space'' του αγλικού πρωτότυπου τίτλου (A Space Odyssey), που μεταφράζεται τόσο ως χώρος, όσο και ως διάστημα. Η θάλασσα, τηρουμένων των αναλογιών, επιτέλεσε αυτήν την λειτουργία στην ομηρική Οδύσσεια. Θάλασσα: Μια λέξη που προηγείται χρονικά της έλευσης των Ελλήνων στον τόπο αυτό και σημάδεψε τον ελληνικό πολιτισμό όσο καμιά λέξη που επινοήθηκε από αυτόν.

Ας επιστρέψουμε στον Κιούμπρικ. Ο άνθρωπος από την αρχή της ταινίας είναι απών ως φιγούρα. Η ύπαρξή του υπονοείται με έμμεσες αναφορές, όπως τα σκάφη του διαστήματος (δημιουργήματα του ανθρώπου), τα πρωτεύοντα θηλαστικά (πρόδρομοι του ανθρώπου) και ο αινιγματικός μονόλιθος, ο οποίος εμφανίζεται σε κομβικά σημεία της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου (το τυχαίο, η θεϊκή ή η εξωγήινη παρέμβαση και χίλιες άλλες εικασίες). Τη στιγμή μετάβασης από τον Homo Sapiens στη διαστημική εποχή ένα κόκκαλο ζώου γίνεται φονικό εργαλείο και κατόπιν σε ένα χρονικό και γεωγραφικό άλμα το κόκκαλο παίρνει το σχήμα του σκάφους.

Καθώς η ταινία προχωρά και έχουμε υποβλητικά παρακολουθήσει την εμφάνιση του ανθρώπου και τη μετάβασή του σε ένα πολιτισμό πέρα από τα όρια του γενέθλιου πλανήτη του, στο διαστημικό σκηνικό η ανθρωπότητα εκπροσωπείται από τον ήρωα, με τον οποίο ο Κιούμπρικ μάς καλεί να ταυτιστούμε. Πρόκειται για τον Ντέιβ, ο οποίος ως Αγγλοσάξωνας Ντέιβ - Ντέιβιντ - Δαυίδ αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας μαζί με τους συντρόφους του μια αποστολή. Αυτός ο Δαυίδ - Οδυσσέας με τον τρόπο που παρουσιάζεται προβάλλεται ως η μοναδική διαθεσιμη ανθρώπινη φιγούρα, στην οποία ο θεατής μπορεί να ακουμπήσει την εικόνα εαυτού του. Ο ψυχρός άνθρωπος του μέλλοντος με τα γαλάζια μάτια από τον ομόχρωμο πλανήτη αποτελεί τον εκπρόσωπο του ανθρώπινου γένους.

Κεντρικό ρόλο ωστόσο στα τεκταινόμενα παίζει ο Hal, ο υπολογιστής που ελέγχει το υπερσκάφος της αποστολής. Ο Hal, σειρά 9000, ορίζει τη λειτουργία του σκάφους, που με τη σειρά του αποτελεί μια νησίδα ζωής στο αχανές σύμπαν και ως εκ τούτου και τη ζωή του Ντέιβ, του εκπροσώπου των ανθρώπων. Με την κάμερα-οφθαλμό που διαθέτει, παρατηρεί το τί συμβαίνει στο χώρο ευθύνης του. Όταν η αποστολή ματαιώνεται, ο Hal αρνείται την ανθρώπινη απόφαση και είναι αποφασισμένος να τελειώσει αυτό για το οποίο είναι προορισμένος. Το δημιούργημα του ιδεατού ανθρώπου, ως άλλος Κύκλωπας (τέκνο, δημιούργημα του θεού - ιδεατού ανθρώπου Ποσειδώνα) έχει εγκλωβίσει τον διαστημικό Οδυσσέα και τον παρακολουθεί με το μοναδικό του μάτι στην προσπάθειά του για επιβίωση. Η κλειστοφοβική αίσθηση της σπηλιάς μάς μεταδίδεται τόσο από τα εσωτερικά τοιχώματα του σκάφους, όσο και από τον ήχο της αναπνοής του Ντέιβ μέσα από την κάσκα του. Ο ανίσχυρος άνθρωπος καλείται να υπερισχύσει ενός πανίσχυρου Γολιάθ. Ο Δαυίδ τελικά απενεργοποιεί τον υπολογιστή, ο οποίος προτού αφοπλιστεί ομολογεί ότι φοβάται και τελικά παλινδρομεί στην εποχή του προγραμματισμού – εκπαίδευσής του και τραγουδά ένα παιδικό τραγούδι, αποκαλύπτοντας την ιδιότητά του ως καθρέφτη των δημιουργών του σε όλα τα επίπεδα: Από την παντοδυναμία, την εξουσία, την επιθετικότητα, τον φόβο και τελικά στο θάνατό του μέσα από το φάσμα των συναισθημάτων που προηγήθηκαν. Ο Hal, αυτό το ανθρώπινο δημιούργημα προκαλεί τα εντονότερα συναισθήματα στο φιλμ στις ακραίες τους εκφάνσεις. Κινείται μεταξύ της θέσης του απειλητικού, καταβροχθιστικού, παντοδύναμου τέρατος και της θέσης του ανήμπορου παιδιού.

Παρενθετικά είναι πολύ ενδιαφέρουσα η προτροπή του υπολογιστή στον Ντέιβ να πάρει ένα αγχολυτικό χάπι (stress pill) και να μην πανικοβληθεί, ώστε να μη σκεφτεί και να μην αντιδράσει στην προειλημμένη απόφαση που έχει λάβει εκείνος για λογαριασμό του. Ο Ντέιβ διαλέγει να βιώσει το άγχος, όπως αυτό μάς μεσολαβείται με την αγωνιώδη του αναπνοή, να σκεφτεί και να δράσει αντί μιας εύκολης, παθητικής και κατά τα φαινόμενα ανώδυνης λύσης.

Αν τολμήσουμε να δούμε την Οδύσσεια από την οπτική του Ασυνειδήτου ολοκληρωτικά και θεωρήσουμε ότι τελικά όσα διαδραματίζονται είναι ένα όνειρο, προκύπτουν πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Οι ήρωες και οι διάφορες μορφές που αυτοί συναντούν μπορεί να είναι διαφορετικές πτυχές του Εαυτού. Έτσι, οι Λαιστρυγόνες και οι Κύκλωπες είναι κομμάτια του ίδιου του Οδυσσέα καθώς ίσως να μην τα συναντήσει αν «δεν τα κουβανεί μες στην ψυχή του, αν η ψυχή του δεν τα στηνει εμπρός του». Αντίστοιχα, ο Hal και ο Ντέιβ μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο, το οποίο παλεύει με βαθιά διλήμματα. Ο Hal μπορεί να είναι το διπλό του Ντέιβ με τον ίδιο τρόπο που με όρους τραγωδίας ο Ετεοκλής είναι το διπλό του Πολυνείκη στους Επτά επί Θήβας.

Κυρίαρχο ρόλο λοιπόν στους παραλληλισμούς αυτούς έχουν οι Ταυτίσεις. Η ομηρική Οδύσσεια ταυτίζεται με τη διαστημική Οδύσσεια του Κιούμπρικ, όπως μια ιστορική περίοδος του παρελθόντος μπορεί να παρουσιάζει εντυπωσιακές αναλογίες με κάποια άλλη μεταγενέστερη. Ο Οδυσσέας ταυτίζεται με τον καθένα από εμάς, αλλά και με τον άνθρωπο ως οντότητα. Η ιστορία του κάθε ανθρώπου με την Ιστορία της ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο άνθρωπος ταυτίζεται με τα δημιουργήματά του: Τα διαστημόπλοια, τον υπολογιστή. Το παρελθόν ταυτίζεται με το μέλλον. Ο ήρωας ταυτίζεται με το Τέρας. Σε πολλαπλές κατευθύνσεις δημιουργείται ένα πλέγμα ταυτίσεων, στο οποίο καλούμαστε να ενταχθούμε και να αναγνωρίσουμε τα σημεία που μας αφορούν.

Η ταινία τελειώνει με τον Ντέιβ να βρίσκεται σε ένα άχρονο μπαρόκ οίκημα βλέποντας σε κάθε σεκάνς τον εαυτό του όλο και πιο γερασμένο στην επόμενη σκηνή, ώσπου στην τελευταία σκηνή εξυψώνεται σε ένα έμβρυο που πλέει στο σύμπαν. Πρόκειται για μια αλληλουχία από φλας-φόργουορντ, όπου ουσιαστικά συνυπάρχουν οι διάφοροι Ντέιβ, ο καθένας σε διαφορετική ηλικία. Μια διαφορετική οπτική του ομηρικού θέματος, όπου ο Οδυσσέας συναντά πολλά αντίγραφα του εαυτού του, τους μνηστήρες-ρέπλικες στο παλάτι του.

Ο χρόνος και ο χώρος καταργούνται και η πορεία της ζωής μας μόνο για περιγραφικούς λόγους έχει επικρατήσει να μελετάται γραμμικά προς τα εμπρός. Μέσα μας τα πράγματα είναι άχρονα και τα συμβατικά όρια που έχουμε διδαχθεί είναι απλώς ανύπαρκτα. Η Ιθάκη, το τέλος που μοιάζει περισσότερο με επιστροφή είναι πάντα εκεί. Στο δρόμο αυτόν, εκείνο που μας διαφοροποιεί ως ανθρώπους και μας εξυψώνει από την υπόλοιπη φύση είναι η επιλογή. Το πού θα φτάσουμε, με ποιό τρόπο και με ποιά πράγματα θα παλέψουμε εξαρτάται εν πολλοίς από εμάς. Ας μην ξεχάσουμε να απολαύσουμε το ταξίδι.


Η απενεργοποίηση του υπολογιστή. "I can feel it. I am afraid". Η προτροπή για τη λήψη αγχολυτικού είναι στο 1:59. Το παιδικό τραγούδι στο 5:32.

 
 

Dubai - Αθήνα. Από τη νοσταλγία στην επιστροφή.

         
"Πολλές φορές από τις μακρινές τις Σάρδεις
εδώ σε μας γυρίζει ο λογισμός της,
εδώ που σαν θεά φανερωνόταν μαγεμένη
απ' το γλυκό τραγούδι σου"...
Σαπφώ, 6ος αιώνας π.Χ.

Αν μου επιτρέπεται να προσθέσω λόγια 26 αιώνες μετά, αυτά είναι:
"Και επιστρέφει αύριο, λιγωμένη από νοσταλγία,
ποθημένη όσο ποτέ".






Σφηνάκι: She's A Rainbow.

 

Μια μελωδική όαση χρωμάτων μες στο χειμώνα... Ό,τι πρέπει... Ειδικά όταν το χορεύουν κάτι μη σοβαρές παρέες!

 




Μνήμη Τάσσου Παπαδόπουλου. Ηγέτες, θάνατος και Ιστορία.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε γράψει ότι έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή του ανθρώπου που πρέπει να πει το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι, και ότι όταν πει το όχι, αυτό το όχι το σωστό θα το σκέφτεται σε όλη του τη ζωή. Ο Καβάφης ως γνωστόν ήταν εκπρόσωπος της ελληνικής διασποράς, της ελληνικής αιγυπτιώτικης παροικίας, όταν οι Έλληνες βρίσκονταν και είχαν ενεργό ρόλο σε όλη τη Μεσόγειο.

Ο Άγγελος Τερζάκης είχε την αντίληψη ότι οι Έλληνες δεν χρειάζεται απαραίτητα να συγκροτήσουν κράτος καθώς ο ελληνισμός θα μπορούσε να βρίσκεται με την παρουσία θυλάκων σε όλη τη Μεσόγειο. Τον ελληνισμό τον αντιλαμβανόταν ως ιδέα και ως σύνολο ανθρώπων και όχι με την έννοια που ακούμε τελευταία κάτι στρεβλωμένα και ανιστόρητα ιδεολογήματα. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν έγινε, οι αυτοκρατορίες έπεσαν, τα έθνη-κράτη δημιουργήθηκαν και σιγά σιγά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού οδεύουμε προς πολυεθνικά κράτη που παραδίδουν την εξουσία τους σε υπερεθνικούς οργανισμούς.

Κατά καιρούς ακούγονται διάφορες θεωρίες συνομωσίας για τα όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Κάποια από αυτά τα πράγματα ίσως και να είναι αληθή. Η Ιστορία όμως πορεύεται ακολουθώντας περισσότερο χαοτικά μαθηματικά συστήματα και όχι γραμμικά και ως εκ τούτου λόγω των πολλών παραγόντων, των αλληλεπιδράσεών τους, των τυχαίων γεγονότων και πάνω από όλα τη συναισθηματική φύση των ανθρώπων δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν τα πάντα, ούτε όσον αφορά την κατεύθυνσή τους, αλλά ούτε –και αυτό είναι το κυριότερο- την έκβασή τους.

Παραδείγματα έχουμε πολλά. Θα αναφερθώ ενδεικτικά σε ορισμένα, των οποίων το κοινό στοιχείο είναι η αντίσταση του αδύνατου σε δυνάμεις κατά πολύ ισχυρότερες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η αντίσταση των Ελλήνων στην περσική αυτοκρατορία τον 5ο αιώνα π.Χ., του Βιετνάμ στις Η.Π.Α. στο τέλος της δεκαετίας του ’60, το ΟΧΙ της Ελλάδας στην παράδοσή της στην Ιταλία το 1940, η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 από τους πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας και το "όχι" των Κυπρίων στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν το 2004.

Όλα αυτά τα γράφω ουσιαστικά για να αναφερθώ στον Τάσσο Παπαδόπουλο, Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2004, χρονιά κατά την οποία έλαβε χώρα το δημοψήφισμα για την έγκριση του σχεδίου Ανάν. Ένας ηγέτης 700.000 ανθρώπων, είπε όχι στην Τουρκία, μια περιφερειακή δύναμη με πληθυσμό 70.000.000, τις ΗΠΑ, οι οποίες πίεζαν για έγκριση του σχεδίου και της Μ.Βρεττανίας. Σε ένα άκρως συναισθηματικό διάγγελμα εξηγεί με απόλυτη καθαρότητα το σκεπτικό του: «Παρέλαβα κράτος διεθνώς αναγνωρισμένο, δεν θα παραδώσω κοινότητα χωρίς δικαίωμα λόγου διεθνώς και σε αναζήτηση κηδεμόνα». Γνωρίζει τις συνέπειες που έρχονται, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται έχει εκείνο το «όχι το σωστό», σύμφωνα με την κρίση του, μέσα του.

Ας μην ξεχνάμε ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ως μόρφωμα είναι προϊόν συμβιβασμού των διαπραγματεύσεων του 1950 για την ελληνική πλευρά και ότι ουσιαστικά μετά από μισό αιώνα ζητείται από αυτό το εναπομείναν κομμάτι ελληνισμού να απωλέσει και μάλιστα οικειοθελώς ακόμα και αυτά τα οποία με συμβιβασμό και σειρά καταπατήσεων συμφωνιών από την τουρκική και βρεττανική πλευρά διατήρησε (βλ. βομβαρδισμούς του 1964, στρατιωτικές βάσεις, εισβολή και κατοχή, παράνομες πωλήσεις ιδιοκτησιών σε Βρεττανούς, κ.ά).

Ο Τάσσος Παπαδόπουλος πέθανε αργότερα, αφήνοντας το όνομά του στην κρίση της Ιστορίας και των γενιών που ακολουθούν. Μία ημέρα πριν το ετήσιο μνημόσυνο στη μνήμη του, άγνωστοι σύλησαν τον τάφο του, απομακρύνοντας τη σορό. Αυτή η αποτρόπαια πράξη, είναι μια πράξη φόβου. Πόσο μπορεί κανείς να φοβάται ένα νεκρό; Η αλήθεια είναι ότι μπορεί να τον φοβάται πολύ, πολλές φορές δικαίως.
Ένας άνθρωπος δεν πεθαίνει πραγματικά μόνο και μόνο επειδή έφυγε από τη ζωή. Ο άνθρωπος βρίσκεται ως αναπαράσταση μέσα μας. Ο κοντόφθαλμος που θεωρεί ότι εξαφανίζοντας το σώμα θα εξαφανίσει και την επίδρασή του, ματαιοπονεί. Αν ήταν τόσο απλό δε θα υπήρχε η έννοια του Τραύματος, για την οποία έχει χυθεί πολύ δάκρυ και πολύ μελάνι. Οι άνθρωποι βρίσκονται μέσα μας. Ως φροντιστικές φιγούρες μάς οδηγούν. Ως διωκτικές μάς στοιχειώνουν.

Με την ευκαιρία να θυμίσω τον αντίκτυπο που είχε η κηδεία του Κωστή Παλαμά κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής, η οποία μετατράπηκε σε διαδήλωση αντίστασης και την κηδεία του Γεωργίου Παπανδρέου, η οποία επίσης εξελίχθηκε σε πράξη αντίθεσης στη δικτατορία. Οι νεκροί φοβίζουν, λοιπόν. Εξαφανίζονται όμως;


Το τελευταίο απόσπασμα από το διάγγελμα του Τάσσου Παπαδόπουλου. Η φράση που αναφέρω είναι στο 5:28.

 
 

Η κόκα κόλα και το ελληνικό τραγούδι.


Τί είναι η κόκα-κόλα; Πώς έχει επηρεάσει το ελληνικό τραγούδι; Πώς συνδέονται η Άννα Γούλα με την Τάνια Τσανακλίδου;

Η κόκα κόλα μπορεί να θεωρηθεί το σύμβολο του δυτικού καταναλωτισμού. Σκοπός της είναι η τέρψη της γεύσης αποκλειστικά. Δεν είναι θρεπτική αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με το νερό, το οποίο επίσης δεν είναι μεν θρεπτικό, αλλά είναι άχρωμο, άγευστο και άοσμο και ταυτόχρονα αναγκαίο για τη ζωή. Η κόκα κόλα δεν είναι απαραίτητη για τη ζωή, είναι χρωματισμένη και γευστική.

 

Συντροφεύει άνετα κάθε είδους στιγμές, από μοναχικές στιγμές, στιγμές διασκέδασης, συνοδεύει τα γεύματα, χρησιμοποιείται ακόμα και ως ανακουφιστικό μέσο σε στομαχόπονο. «Πάει μ’ όλα», έλεγε ένα παλιό διαφημιστικό σλόγκαν. Αυτή η κατά τα φαινόμενα συνθήκη ελευθερίας δεν είναι κάτι διαφορετικό από ένα αίσθημα κενού. Το ποτό έρχεται να καλύψει αυτή την αίσθηση, αλλά το κενό είναι καταδικασμένο να αναπαραγάγεται. 


Έτσι χρειάζεται να επαναληφθεί η κατανάλωσή του όσες φορές βιώνεται αυτό το κενό (η απουσία με άλλους όρους) μήπως και γεμίσει. Ακριβώς όπως η κατανάλωση ως φιλοσοφία ζωής. Γι’αυτό είναι σύμβολο, όπως είπα και παραπάνω. Η δράση βεβαίως είναι απλώς ανακουφιστική και δεν αναπληρώνει το αίσθημα κενού και γι’αυτό χρειάζεται επανάληψη της κατανάλωσης με τον κύκλο να διαιωνίζεται. 


Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά από ένα αιώνα και πλέον η κόκα κόλα ανανεώθηκε και μάς δηλώνει ότι η νεότερη εκδοχή της είναι η zero, δηλαδή ένα ζαχαρόνερο που δεν έχει ζάχαρη, οπότε είναι μηδενική (κενό). Στο κουτάκι μάς δελεάζουν τα μεγάλα γράμματα: ZERO. Πρόκειται για αφοπλιστική ειλικρίνεια της περιγραφής τόσο του μέσου (κόκα κόλα) όσο και του σκοπού (κενό = zero). 


Το ενδιαφέρον είναι ότι η κοκα κόλα αναφέρεται σε δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους ελληνικά τραγούδια. Το ένα είναι το τραγούδι «Τα πίνω όλα», το οποίο ερμηνεύει η λαϊκή προβοκατόρικη τραγουδίστρια Άννα-Γούλα, με προφανείς συνειρμούς όσον αφορά τον τίτλο του τραγουδιού και το ονοματεπώνυμο της τραγουδίστριας (βαριέμαι να σχολιάσω παραπάνω). Στο τραγούδι η τραγουδίστρια μάς διαβεβαιώνει: «Τα πίνω όλα, τα πίνω όλα, χάπια, ουίσκυ και κόκα κόλα». Η διαβεβαίωση λαμβάνει χώρα στην μπανιέρα της ερμηνεύτριας, όπου παρέα με τους εραστές της, ονόματι Πέτρος και Πάνος, τραγουδά στον ανώνυμο σύζυγο. Ας με συγχωρέσουν οι συντελεστές του τραγουδιού που δεν γνωρίζω τα ονόματά τους.

 



Το δεύτερο τραγούδι είναι το «Μαμά γερνάω», το οποίο ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου το 1988 στο ομότιτλο άλμπουμ των Κραουνάκη - Νικολακοπούλου. Εκεί αναφέρεται ο στίχος: «Και σκέφτομαι που πίνω κόκα κόλα, για νά ’ναι πάντα ίδια αλλάζουν όλα, κι ανοίγω το ψυγείο σου, το έλα και το αντίο σου ζητούσα στη ζωή μου πάνω απ’ όλα».... Το τραγούδι ως γνωστόν αναφέρεται στην κρίση των 30 στη ζωή μιας γυναίκας, την αίσθηση ότι μεγαλώνει και τη σχέση με τη μητέρα της. Είναι παραπάνω από προφανής η σύνδεση της απουσίας, της αναζήτησης και της τροφής για την κάλυψη του αισθήματος κενού στο δεύτερο στίχο, σε συνδυασμό με τη συμβολική κατανάλωση της κοκα κόλας στον πρώτο στίχο.

 





Σφηνάκι: Dream a little dream, by Sergio.

                                                                                    

Χρόνια πολλά με χαρά - όχι με μια ευτυχία που πολλές φορές λανθασμένα εξισώνεται με την έξαρση. Σήμερα ξύπνησα με το τραγούδι του Σέργιου (αν και είναι προτιμότερος στο νανούρισμα):

Sweet dreams till sunbeams find you, sweet dreams that leave all worries behind you, but in your dreams whatever they be, dream a little dream of me...

Έτσι περνάει η ζωή καλά. Με όμορφα όνειρα, στις δυο τους σημασίες. Όνειρα του ύπνου και όνειρα για εμάς και τους γύρω μας. Τελικά τη ζωή μας τη μοιραζόμαστε με αυτούς που είναι δίπλα μας είτε το επιλέγουμε είτε όχι, στην οικογένεια, τις φιλίες, τη δουλειά μας, τη γειτονιά μας. Ας μοιραστούμε λοιπόν και το τραγούδι αυτό από εδώ.