Τί γεύση έχει ο χρόνος;

Τώρα τελευταία έχω πάθει κάτι και ακούω όλο Κωνσταντίνο Βήτα. Χρειάστηκε να μεγαλώσω για να καταλάβω τις μουσικές ορισμένων ανθρώπων; Τον Μιχάλη Δέλτα τον είχα παρακολουθήσει νωρίτερα και δεν ξέρω αν αυτό που θα πω είναι ύβρις για τους ορκισμένους οπαδούς των Στέρεο Νόβα, αλλά εγώ τους προτιμώ στις σόλο καριέρες τους. Σαν να μη μου κόλλαγαν τα τραγούδια, όταν ήμουν στην ηλικία που έβγαιναν, σαν να παραείχαν πολλά λόγια, σαν να έπρεπε να μεγαλώσουν κι αυτοί κι εγώ, δεν ξέρω, δεν έχει σημασία τόσο πολύ άλλωστε το προσωπικό μου άκουσμα.

Πριν δυο μέρες έπεσα πάνω στο βίντεο ενός κομματιού του Κ. Βήτα στο Υou Τube, γυρισμένο το 2002 στον Πειραιά, σε μέρη που αναγνώρισα αμέσως και που έχουν αποτελέσει προσωπικά σημεία αναφοράς. Τα μερη αυτά, και ακόμα περισσότερο τα μέρη εκτός του κάδρου του βίντεοκλιπ, που δε φαίνονται, αλλά κάποιος που ξέρει την πόλη τα συμπληρώνει στο μυαλό του, είναι τόσο γνωστά και τόσο καθημερινά στη ζωή μιας άλλης εποχής, που μου δημιούργησαν ένα έντονο, ακαθόριστο συναίσθημα. Γλυκό και πικρό.

Στο βίντεο ο Κ. Βήτα περιπλανείται στον Πειραιά και το διαπεραστικά μελαγχολικό βλέμμα του διασταυρώνεται με αυτό των περαστικών. Τις στιγμές αυτές βλέπουμε φωτογραφίες από περασμένες στιγμές της ζωής τους. Ποιός είναι αυτός που βιώνει αυτό το ταξίδι στο παρελθόν; Οι περαστικοί μετά την τυχαία συνάντησή τους με τον Κ. Βήτα και το νηφάλιο, αλλά γεμάτο σκέψη, βαθύ του βλέμμα; Ο ίδιος ο Κ. Βήτα με την ιδιότητά του ως παρατηρητής - καλλιτέχνης που μπορεί να κοιτάζει βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων; Εμείς ως θεατές, που μας σερβίρονται οι αδυσώπητες φωτογραφίες από τον κινούμενο φακό του Νίκου Σούλη; 

Όλη αυτή η συνθήκη μάς ωθεί να σκεφτούμε τις δικές μας φωτογραφίες, τα χαμόγελα, τα μέρη από τα οποία περάσαμε ή τώρα βρισκόμαστε, τον δικό μας "Πειραιά". Πώς είμαστε τώρα στη ζωή μας; Πώς ήμασταν πριν 5, 10, 15 χρόνια; Πού χώρεσαν τα όνειρά μας, πού κρύβονται οι ματαιώσεις μας;

To βίντεο αυτό είναι πολύ κοντά, αν δεν μπορεί κανείς να το ορίσει επισήμως, στο video art. Κατά καιρούς, σε διάφορα μουσεία σύγχρονης τέχνης, από το MoMA στο Μανχάτταν, την Tate Modern στον Τάμεση, μέχρι την Istanbul Modern στο Βόσπορο, έχουν εκτεθεί βίντεο πολύ κατώτερα από αυτό, οπότε δεν ξέρω γιατί να μην το χαρακτηρίσω και αυτό ως τέτοιο.

Δεκατρία χρόνια μετά την αποφοίτησή μας από το Λύκειο, συναντηθήκαμε οι παλιοί συμμαθητές. Κάποιοι είχαμε να ιδωθούμε από τότε. Ποιοί άλλαξαν ριζικά; Ποιοί έμειναν ίδιοι; Ποιές αλλαγές είναι εσωτερικές και ποιές εξωτερικές; Αυτοί που δεν ήρθαν τί δεν ήθελαν να αντιμετωπίσουν; Αυτοί που ήρθαν τί προσμένουν; Οι πιο πολλοί, για να μην πω όλοι, εχουν περπατήσει στα μέρη του βίντεο. Έχουν ψωνίσει τα ρούχα και τα παπούτσια τους, πήγαν φροντιστήριο, αγόρασαν τα CD τους από το Metropolis που δεν φαίνεται στο βίντεο και είναι απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα στο Δημοτικό Θέατρο. Κάποιοι ίσως και το CD του συγκεκριμένου τραγουδιού.

Αυτό που έμεινε απο τη βραδιά είναι τα χαμόγελα και οι αγκαλιές. Οι ίδιες αγκαλιές μπροστά στις φωτογραφικές μηχανές με την πενταήμερη εκδρομή. Ίδιοι άνθρωποι, σε διαφορετική φάση ζωής από τότε, σε διαφορετικές φάσεις ζωής μεταξύ τους τώρα. Τί γεύση είχε αυτή η συνάντηση; Τί γεύση είχαν τα δεκατρία χρόνια; Δεν ξέρω. Ό,τι γέυση και να έχει ο χρόνος αυτός, τη θέλω. Γιατί είναι πραγματική.


Κωνσταντίνος Βήτα: "Δώσ'μου αυτή τη γεύση". Από το άλμπουμ "Για σένα με αγάπη".
Σκηνοθεσία: Νίκος Σούλης.

Ένα και εννιά και εννιά και τέσσερα. Και πέντε.

Δυο ζάχαρες είναι εντάξει, θα μπορoύσε να είναι ο τίτλος εκείνης της χρονιάς για ένα μικρό, αθώο και υποψιασμένο αγόρι, όσο τού επέτρεπε η ηλικία του και οι περιστάσεις που είχε ήδη ζήσει. Στην επαρχιακή πόλη της επαρχιακής χώρας του ήταν η χρονιά 1994. Πόσο να 'ταν; Δεκαπέντε; Δεκάξι; Περίπου όσο κι εγώ τότε πάνω κάτω.

Αυτή η χρονιά έχει μείνει χαραγμένη στην ομολογουμένως παθολογικά ανεπτυγμένη μνήμη του σαν μια ανοιξιάτικη μέρα. Όλη η χρονιά έχει φωτογραφικά αποτυπωθεί, ψέμματα, κινηματογραφικά ήθελα να πω, με αίσθηση βίντεοκλίπ, σαν μια ανοιξιάτικη μέρα. Μια μέρα σαν αυτές που  έχει λίγο ψύχρα, ο ήλιος δεν καίει ακόμα, αλλά όλοι είναι χαρούμενοι που τίναξαν το χειμώνα από πάνω τους και βάζουν τα καλά τους χαμόγελα για να υποδεχτούν με χαρά και κρυφή ανυπομονησία το ολοήμερο φως και την κίνηση σε εξωτερικούς, ανοιχτούς χώρους.

Ήταν η χρονιά που οι εγκέφαλοι του σχολείου αποφάσισαν να κλειδώνουν την πόρτα του, για να χρειάζεται τα παιδιά να φωνάζουν κάθε πέντε λεπτά την κλειδοκράτορα καθηγήτρια να τους ανοίγει την καγκελόπορτα για να φέρνουν την μπάλα του βόλεϊ, που μανιωδώς έπαιζαν, από το δρόμο. Όλη η τάξη, αποτελούμενη από αστέρες του αθλήματος αλλά και άσχετους, χωρίς να έχει σημασία, επιδιδόταν στα διαλείμματα και τα πρώτα λεπτά του μαθήματος, αργοπορώντας, στο άθλημα αυτό, που τους έκανε να αισθάνονται μια ομάδα, ανεξάρτητα από την πλευρά του φιλέ, στην οποία βρίσκονταν. Είναι τόσο φρέσκια αυτή η εικόνα, που το αγόρι τώρα θα αναρωτιόταν γιατί δεν είχαν και μια δεύτερη μπάλα, μέχρι να ξαναβρεθεί η πρώτη όταν δραπέτευε από τα κάγκελα και επανερχόταν μετά την παρέμβαση της κλειδοκράτορος. Ακριβώς αυτή η φρεσκάδα, η αυθεντική ανεμελιά που ξεδιψά χωρίς να ρωτήσει κανένα είναι που δεν έθεσε ποτέ το ερώτημα, και που δεν απαντά σήμερα στην απορία: ποιανού ήταν αυτή η μπάλα, ένιγουέι;

Η χρονιά αυτή είχε και τα περίεργα συμβάντα της. Η αδερφή του αγοριού είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο πετάχτηκε έξω από το παρμπρίζ του οχήματος, το οποίο μετά πέρασε από πάνω της, χωρίς εκείνη να πάθει τίποτα. Αυτό που έμεινε από εκείνη την περιπέτεια ήταν οι διηγήσεις της αδερφής του αγοριού για το πώς έβριζε τους γιατρούς του ΚΑΤ, όταν υπό ελαφρά διάσειση, άρχισε να τους βρίζει όταν τη ρωτούσαν κάθε πέντε λεπτά πώς τη λένε και πού μένει, για να βεβαιωθούν αν είναι καλά. Ο αξονικός τομογράφος μάλλον έπαιζε κρυφτό εκείνη τη μέρα.

Επίσης το δεκαπεντάχρονο παιδί άλλαξε στρώμα στο κρεβάτι του, όταν οι γονείς του κέρδισαν ένα σούπερ ανατομικό πράγμα σε μια λαχειοφόρο αγορά, γεγονός που φέρνει συνειρμικά στο νου: αθάνατη ελληνική επαρχία! Αρκετά κοντά σε αυτό το σκηνικό ήταν και η έλευση του κινητού τηλεφώνου του πατέρα του, μιας μαύρης συσκευής με κεραία που έμπαινε και έβγαινε συρταρωτά. Για να καλέσεις σε κάποιο νούμερο στην Αθήνα, έπρεπε να βάλεις πρώτα το πρόθεμα 01 πριν τον αριθμό, τον τηλεφωνικό κωδικό της Αθήνας, που είχε εμπνεύσει και τον τίτλο του ομότιτλου περιοδικού που εξέδιδε τότε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και που διάβαζε το παιδί μας, χωρίς να ξέρει γιατί.

Πάνω σε αυτό το στρώμα ίσως ονειρεύτηκε τη συμμετοχή του σχολείου στο τοπικό καρναβάλι, κάτι που πραγματοποιήθηκε, οπότε όσοι εμπνεύστηκαν ντύθηκαν προφυλακτικά και κράδαιναν προπαγανδιστικά πλακάτ για τη χρήση τους στους σεμνούς και αλητάμπουρες συμπολίτες τους, των οποίων ο δήμαρχος διέθεσε και άρμα για να αποκτήσει το καρναβάλι μια allure αίγλης. Το παιδί μας πολύ στεναχωρήθηκε που δεν τους άφησαν οι υπάλληλοι του Δήμου να καρφιτσώσουν στις αυτοσχέδιες στολές τους τα προφυλακτικά ανοιγμένα, αλλά μέσα στις τετράγωνες, σαν τη λογική τους, συσκευασίες τους. Σε μια προσπάθεια παράκαμψης της λογοκρισίας, κάτι σαν τα κρυφά μηνύματα σε τραγούδια την περίοδο της χούντας, οι σχεδόν λιλιπούτειοι καρναβαλιστές άνοιξαν ένα προφυλακτικό και το καρφίτσωσαν σε μια χάρτινη καρδιά πάνω στο άρμα, κάτι που παραδόξως δέχτηκαν οι δημοτικοί λογοκριτές.

Σε μια άλλη χώρα, λιγότερο ανοιξιάτικη, αλλά σημειωλογικά σίγoυρα το ίδιο, την ίδια εποχή έβγαινε η δισκάρα, που δεν είχε βεβαίως σχέση με την σχολική τάξη του αγοριού, αλλά ανήκε σε μια δική της, μοναδική, διαφορετική τάξη. Ήταν το άλμπουμ των Pulp "Different Class". Το αγόρι έμαθε τους Pulp και άλλους της βρεττανικής σκηνής το 1998, όταν γνώρισε την S., αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η χρονιά αυτή ήταν εξαιρετική, φωτεινή, σαν γλυκός επίλογος, κάτι που δεν μπορεί κανείς να πει για την επόμενη χρονιά, που ήταν μια χρονιά πολύ διαφορετική. Έτσι κινείται όμως το τρένο και κανείς αποφασίζει πού θα εστιάσει. Όπως τα τραγούδια του συγκροτήματος, στα οποία η διαδοχή της χαράς με τη μελαγχολία είναι αρμονική, όσο και φέρουσα την έκπληξη. Κάτι που κάνει το άλμπουμ αυτό να μην ανήκει πια στο 1995, αλλά στο για πάντα.



Pulp - Live Bed Show.

"This bed has seen it all,
from the first time to the last,
the silences of now,
and the good times of the past".

Μοιράσου το


Λίμνες του πεπερασμένου.

Τί είναι οι λίμνες; Είναι άθροισμα νερού σε κοιλότητες του εδάφους; Είναι τα μάτια της γης στον ουρανό; Πηγή ζωής για αλλόκοτα πλάσματα; Κέντρα προσέλκυσης ανθρώπων, λαών, πολιτισμών; Σίγουρα κάτι από όλα αυτά. Πάνω απ' όλα, σε προσωπικό επίπεδο, σημεία συναντήσεων και αναμνήσεων.

Τα δάκρυα του ουρανού, μέσω της βροχής και του χιονιού κατεβαίνουν από τις βουνοκορφές, γίνονται ποτάμια και καταλήγουν στις λίμνες, οι οποίες κατά μια έννοια είναι μια υπενθύμιση της θάλασσας. Πώς αλλιώς θα έρχονταν τα κύματα στα βουνά; H εικόνα της τρικυμισμένης Παμβώτιδας στα Γιάννενα, με το καραβάκι στην όχθη και το χιονισμένο Μιτσικέλλι στον ορίζοντα δεν χαρακτηρίζεται ως σουρεαλιστική, μόνο και μόνο από εξοικείωση.

Αλλά και η άλλη εικόνα, αυτή στο ανάγλυφο του τοπίου, με τον ποταμό που πέφτει στη λίμνη, πόσο δε μοιάζει με δάκρυ που τρέχει απ' τα μάτια σου;

Οι λίμνες στη ζωή μου έχουν παίξει μεγάλο ρόλο. Πρώτη μου επαφή με κάποια λίμνη, πλην αυτής του Μαραθώνα της οποίας το νερό συνθέτει την ύπαρξή μου μαζί με πολλών άλλων κατοίκων της Αττικής, ήταν σε ηλικία 18 ετών. Βρέθηκα να ζω δίπλα σε μια λίμνη, την οποία τώρα που ανακαλώ την εικόνα της και με θλίψη διαπιστώνω ότι δε θυμάμαι το όνομά της, κάτι που μου προξένησε μια αλλαγή στην οπτική μου απέναντι στα πράγματα.

Η λίμνη ως αίσθηση φέρνει αναπόφευκτα στο νου την Αχερουσία, τη λίμνη, στην οποία υπήρχαν οι πύλες του Άδη. Σαν να υπονοείται ότι η λίμνη είναι μια μετάβαση από κάτι πεπερασμένο, όπως πεπερασμένη άλλωστε είναι και η ίδια.

Μετά από πολλά χρόνια, βρέθηκα σε μεγαλύτερη ηλικία, πάλι σε μια πόλη με λίμνη, της οποίας το όνομα μεν θυμάμαι, και είναι η Παμβώτιδα, αλλά η σχέση μου και η αντίληψή μου με την προηγούμενη λίμνη είναι κοινή: δεν τις χόρτασα. Κάπως σαν να θεωρούσα ότι θα είναι εκεί για πάντα. Και είναι, δεν ήμουν όμως εγώ. Ίσως αυτή η αίσθηση του πεπερασμένου, του κύκλου που κλείνει αμείλικτα και σε φέρνει αντιμέτωπο με τους δικούς σου κύκλους, τα δικά σου όρια και δυνατότητες, να είναι κάτι που προκαλεί ταυτόχρονα ανακούφιση και αναταραχή.

Και αν δεχτούμε ότι μια λίμνη αποτελείται από αμέτρητες σταγόνες βροχής, που κάποτε ξέφυγαν από τον ουρανό, θα μπορούσαμε να δούμε το ίδιο πράγμα ανάποδα. Η Νεκρά θάλασσα, μια αλμυρή λίμνη, προσέλκυσε γύρω της τις μεγαλύτερες θρησκείες του κόσμου, από ανθρώπους που είχαν στραμμένη την προσοχή τους στον ουρανό, εκεί από όπου προήλθαν αυτές οι σταγόνες που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούν και τους ίδιους ως όντα. Αυτό επαναλήφθηκε στη Νέα Γη, την αμερικανική ήπειρο, όταν γύρω από το Salt Lake, μια άλλη αλμυρή λίμνη και την ομώνυμη πόλη που ιδρύθηκε, άκμασε η θρησκεία των Μορμόνων.

Γιατί όμως προκαλεί μια τέτοια οικειότητα, μια γλυκιά αναστάτωση και τόσο έντονα συναισθήματα η θέα μιας λίμνης, για όποιον έχει τουλάχιστον το θάρρος να επιτρέπει στα συναισθήματά του να βγαίνουν στην επιφάνεια; Είναι μόνο ο Άδης, το Τέλος, το πεπερασμένο αυτό; Η αίσθηση τoυ αρχέγονου προκύπτει ίσως από ακόμα πιο χαμένες μνήμες. Ως έμβρυα μέσα στη μήτρα, ζήσαμε για 38 εβδομάδες σε μια υγρή σπηλιά με κλειστά τοιχώματα, κάτι που μας θυμίζει η λίμνη με τον υδάτινο όγκο που κλείνει μέσα  και τον ουρανό που θέλει τόσο να τον κάνει να του μοιάσει.

Ίσως γι'αυτό σήμερα η Εφ-Τζι, μου έστειλε ένα μήνυμα από την Καστοριά, με την εκπληκτική φωτογραφία που έβαλα στην αρχή αυτού εδώ του πράγματος που γράφω και δεν ξέρω τί είναι, ρωτώντας με "πού είναι η αρχή και πού το τέλος; 'H μήπως είναι όλα κυκλικά";

Όταν ήμουν 18 χρονών είχα την πολυτέλεια της άγνοιας να κοιτάζω τη λίμνη και απλώς να νομίζω ότι την απολαμβάνω. Τώρα, εκτός από τις εκατοντάδες φωτογραφίες, μού έμειναν και οι αναμνήσεις με το τάισμα στους κύκνους που έκανα με τον φίλο μου Σ., και ένα μπουκάλι κρασί που με λέρωσε όταν μου το πέταξε η φίλη μου Γ., στη λίμνη αυτή, της άχρονης πλέον νεότητας.

Όταν μεγαλώνει λιγάκι κανείς υποχρεώνεται να σκεφτεί. Γι' αυτό και η Εφ-Τζι αναρωτήθηκε άλλωστε και αποτέλεσε την αφορμή να μαζέψω τις φτερωτές μου σκέψεις, που ήταν όλες εκεί, αλλά πετούσαν δεξιά - αριστερά σαν γλάροι πάνω από μια λίμνη ιδεών.

Στο τέλος όμως, σχεδόν ασχεδίαστα και ταυτόχρονα αναπόφευκτα, ερχόμαστε στον Έρωτα. Φτερωτός κι αυτός, σαν γλάρος, δεν γνωρίζουμε αν αποτελεί μια αρχή ή ένα τέλος. Δεν ξέρουμε αν θα είναι σύντομος, πεπερασμένος, ή και αιώνιος. Ο έρωτας, ως λίμνη, μπορεί να μας ταξιδέψει στα νερά του και να μας κλείσει μέσα στις όχθες του, όπως στη λίμνη περικλείονται τα πλάσματα που την κατοικούν. Το μοναδικό πλάσμα στη λίμνη αυτή του έρωτα είναι το ζεύγος των εραστών.



Το τραγούδι της λίμνης. Πιάνο-φωνή. Η Τάνια Τσανακλίδου ερμηνεύει Ελένη Καραϊνδρου
με στίχους Αρλέτας. Πιάνο: Τάκης Φαραζής.


Λυσσασμένος Γάτος.

Τα ακόλουθα είναι ακατάλληλα για ανηλίκους. Αν ανήκετε σε αυτήν την κατηγορία ανθρώπων, ή πολύ θα το θέλατε, προσπεράστε αυτή τη δημοσίευση και αν είστε τυχεροί θα πέσετε σε κάτι ακόμα χειρότερο.

Η ταινία "Λυσσασμένη Γάτα", με πρωταγωνιστές τον Πωλ Νιούμαν και την Ελίζαμπεθ Τέιλορ αποτελεί ένα έγκλημα, τόσο στη μεταφορά του θεατρικού έργου του Τέννεσσι Ουίλιαμς από τα στούντιο του Χόλυγουντ, όσο και από τους πάντα εμπνευσμένους μεταφραστές τίτλων της χώρας μας, της οποίας το μεγαλύτερο κατόρθωμα τα τελευταία χρόνια είναι το γεγονός ότι "εδώ έχει πάντα ήλιο". Αφού άλλαξαν τα φώτα στο σενάριο οι μεταφορείς του έργου στο πανί, οι δικοί μας μεταφραστές είπαν να κάνουν και αυτοί το ίδιο, προφανώς αναγνωρίζοντας στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ ότι ήταν περισσότερο λυσσασμένη και λιγότερο γάτα ερμηνευτικά στην ταινία. Ο ακριβής τίτλος της ταινίας ήταν "Cat on a hot tin roof", δηλαδή "Γάτα σε μια καυτή τσίγκινη στέγη", που οκ, δε γινόταν να μεταφραστεί κατά λέξη.

Το θέμα της ταινίας είναι οι περίπλοκες σχέσεις μεταξύ του Πωλ Νιούμαν και της Ελίζαμπεθ Τέιλορ, που είναι ζευγάρι και ο Πωλ δεν θέλει να έρθει σε ερωτική επαφή με την Ελίζαμπεθ. Δεν έχουν παιδιά και η Ελίζαμπεθ φθονεί τον αδερφό του συζύγου της, του οποίου η οικογένεια έχει πιο πολλά παιδιά και από το Jumbo την παραμονή των Χριστουγέννων. Η Ελίζαμπεθ είναι πολύ θελκτική, τουλάχιστον με τα πρότυπα της δεκαετίας του '50. Η αλήθεια είναι ότι σήμερα η μόνη δουλειά που θα έκανε ίσως ήταν η φωτογραφία "ΠΡΙΝ" σε διαφημίσεις ινστιτούτων αδυνατίσματος. Θάβω την εποχή μας τώρα, όχι την καλλιτέχνιδα, για να εξηγούμαστε. Είναι λοιπόν, μια γάτα στην ταινία. Είναι όμως και μια γάτα σε μια καυτή στέγη, και όλοι ξέρουμε πως είναι οι γάτες σε μια τέτοια κατάσταση, ή τέλος πάντων μπορούμε να υποθέσουμε. Λυσσασμένες.

Σε όλη την ταινία, μεταξύ άλλων θεμάτων, που θα τα έλεγα για να μη νομίζει κανείς ότι δεν κατάλαβα την ταινία, αλλά ψιλοβαριέμαι τώρα, η Ελίζαμπεθ παρακαλάει για λίγες ιδιαίτερες στιγμές με τον άντρα της. Δοκιμάζει όλους τους τρόπους. Νάζια, μούτρα, απόπειρα βιασμού, ζήλια, εκβιασμό, και άλλα που δε θυμάμαι τώρα γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν πολυπρόσεχα την ταινία όταν την έβλεπα, αφού όπως και να έχει, η αληθινή ζωή είναι πιο ενδιαφέρουσα. Η Τέιλορ λοιπόν ήταν τρελλαμένη. Πραγματική λύσσα. Αυτός βράχος. Ούτε να γυρίσει να την κοιτάξει. Μιλάμε για φοβερό συνδυασμό κατάθλιψης με εκδίκηση.

Πολλά χρόνια αργότερα, στη χώρα που έχει καυτές στέγες, αλλά δεν είναι τσίγκινες, επαναλήφθηκε με αντιστροφή ρόλων μια παρόμοια κατάσταση. Απλά όλα ήταν ανάποδα. Η γάτα ήταν γάτος, ο Πωλ Νιούμαν ήταν μια σέξυ, αλλά σοβαρή κάπως γυναίκα και υπήρχε και παιδί στη μέση, αν και όχι κανονικό.

Ο Λυσσασμένος Γάτος ήταν ένας πολύ αλτέρνατιβ τύπος, λίγο γεμάτος, λίγο τριχωτός, λίγο χύμα. Η Σέξυ Κυριλάτη ήταν αυτό που λέει το όνομά της. Ψηλή σχετικά, προσεγμένη, comme il faut. Ο Λυσσασμένος γάτος ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος και οι δυο ήταν γύρω στα 30. Ο Γάτος είχε μια μικρότερη ανιψιά, η οποία ήταν 22 ετών, πολύ μικρή και γλυκιά, και είχαν μια πολύ καλή σχέση, αφού είχαν μεγαλώσει μαζί, παρά την υπερδεκαετή διαφορά ηλικίας τους.

Ένα Σάββατο βράδυ ο Γάτος κάλεσε την Κυριλέ σπίτι του. Η Κυριλέ δεν ήθελε να πάει, γιατί ο Γάτος φιλοξενούσε την ανιψιά εκείνο τον καιρό, αλλά πήγε μόλις τη διαβεβαίωσε ότι κατά τις 10.30 η ανιψιά θα πάει βόλτα με ένα φίλο της και θα τους αδειάσει τη γωνιά. Έτσι γνωρίστηκε και με την ανιψιά, με  μια χειραψία με το χέρι της ανιψιάς που δεν είχε προλάβει να βαφτεί ακόμα (το άλλο είχε κάτι νύχια βουτηγμένα τουλάχιστον σε αίμα). Πολύ τη συμπάθησε την ανιψιά, αν και δεν το περίμενε λόγω των ιδιαίτερων συγκυριών, και μάλλον της βγήκε το μητρικό ένστικτο (και αυτής, ναι).

Έφυγε λοιπόν η ανιψιά να πάει για το σαββατιάτικο ποτό, αλλά το παράδοξο ζευγάρι δεν επιδόθηκε σε ιδιαίτερες στιγμές, καθώς ξέχασα να πω ότι δεν γνωρίζονταν πολύ καιρό και είχαν αρχίσει κάτι περίεργες συζητήσεις, στις οποίες νόμιζαν ότι συνεννοούνται, και ήθελαν να τις τελειώσουν. Κατά τις 12.30 αποφάσισαν ότι θέλουν να τσιλιμπουρδήσουν λίγο, κάτι που κράτησε μόλις 5 λεπτά, όταν χτύπησε το κουδούνι, το οποίο σήμανε την επιστροφή της ανιψιάς από το ταξίδι της στην αθηναϊκή Ντίσνεϋλαντ του σαββατόβραδου, το πρώην Γκάζι, που καλό θα ήταν να μετονομαστεί πλέον σε Νέο Μπουρνάζι.

Η Κυριλέ Σέξυ ταράχτηκε, όχι για το ότι δε θα ολοκλήρωνε τις φιλοδοξίες που είχε από εκείνη τη νύχτα, αλλά για την ώρα που γύρισε η ανιψιά του Λυσσασμένου Γάτου. Ο Γάτος υποδέχτηκε την ανιψιά και η Κυριλέ από το υπνοδωμάτιο άκουγε στο χωλ τα τραγούδια που τραγουδούσε η μισομεθυσμένη ανιψιά στον χαχανίζοντα θείο της, που μάλλον άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή του ζωντανή απαγγελία ασμάτων του Γιάννη Πλούταρχου και της Άντζελας Δημητρίου. Η ανιψιά πήγε στο δωμάτιό της να ονειρευτεί τον Γιάννη Πλούταρχο, κάτι που πρέπει να πήρε περίπου 10 δευτερόλεπτα το πολύ, και ο Γάτος επέστρεψε κλείνοντας το μάτι στην Κυριλέ μαζί με τα φώτα.

Η Κυριλέ φυσικά ούτε που διανοείτο να  προβεί σε ακολασίες, με άλλο άνθρωπο παρόντα μέσα στο σπίτι. Επίσης δεν είχε προλάβει να συνέλθει από την ώρα που γύρισε η ανιψιά. Στα νιάτα της η Κυριλέ δε γυρνούσε αν δεν ξημέρωνε πρώτα. Πού πάει η κοινωνία μας; Η Σεξοκυριλέ ήταν έξαλλη. Έλεγε στον Λυσσασμένο: "Πού είναι οι εποχές που τα παιδιά γυρνούσαν μετά τις 5.00 και τους περίμεναν οι γονείς στo σκοτάδι για να τους πουν ότι ανησύχησαν"; Σε τί κόσμο ζούμε, πώς χάλασαν έτσι τα σημερινά παιδιά";  "Θα πάω να την ξυπνήσω, θα της δώσω 400 ευρώ να πάει στη Βίσση με τις φίλες της να γίνει άνθρωπος".

Ο Λυσσασμένος είχε πεθάνει στο γέλιο, γιατί πολύ του άρεσε η Κυριλέ σαν άτομο, αλλά και γιατί αυτά που έλεγε τού ήταν καινούρια, αφού στο δικό του κόσμο οι μισές τουλάχιστον λέξεις της Κυριλέ ήταν τόσο άγνωστες, όσο είναι για εμάς τα ονόματα των φρούτων στη ζούγκλα της Νέας Γουινέας. Παράλληλα όλο τσίγκλαγε τη Σέξυ και την τσιμπούσε και τη δάγκωνε, με αποτέλεσμα η Σέξυ να βγάζει πνιχτές κραυγές για να μην ακούγεται. Ώσπου η βόμβα που δημιουργήθηκε από τη λύσσα του Λυσσασμένου Γάτου, την άρνηση για συνεύρεση της Κυριλέ, την παρουσία της ανιψιάς και κυρίως την αφύπνιση του μητρικού ενστίκτου της τριαντάρας αθηναίας έσκισε τον αέρα της νύχτας και από το στόμα της Κυριλέ έσκασε στα αυτιά του Λυσσασμένου, προκαλώντας κατακόρυφη πτώση του "χρηματιστηρίου" του: "Μηηηη! Σταμάτα! Θα μας ακούσει το παιδί...!"



Το τρέιλερ της "Λυσσασμένης Γάτας".
















Από τα Τζουμέρκα με αγάπη.


Ήταν ένα κρύο πρωινό κάποιου περασμένου Νοέμβρη, όταν ο Κουλτουριάρης Κρητικός κατέφθασε για πρώτη φορά στη ζωή του στα βουνά των Τζουμέρκων, στην ορεινή Ήπειρο. Είχε αναλάβει το βαρύ καθήκον, όπως και αρκετοί άλλοι μικροί γιατροί άλλωστε, να περιθάλψει για 12 μήνες ένα μικρό κομμάτι πληθυσμού, που επέμενε να ζει στη φύση και δεν είχε προτιμήσει να αυτοφυλακιστεί στα κατά τα άλλα ωραιότατα μπετονένια κουτιά, που υπάρχουν σε αυτό που λέμε πόλεις.

Υπό το όχι και τόσο άγρυπνο βλέμμα του θα είχε 3 χωριουδάκια, εκ των οποίων το τρίτο έμοιαζε και με το στρουμφοχωριό καθώς είχε την πλατεΐτσα του και τους γλυκούς του υπερήλικες κατοίκους, που έμοιαζαν να έχουν μέγεθος ελαφρώς μικρότερο από το φυσιολογικό, θες από τα γηρατειά και τις ταλαιπωρίες, θες από τη μεγαλειότητα της κοιλάδας του Αράχθου, που έκανε τα πράγματα και τους ανθρώπους να παίρνουν αυτό που θα λέγαμε, υπό άλλες συνθήκες, κανονικές διαστάσεις.

Τα άλλα χωριουδάκια, πλην των τριών παραπάνω, είχαν άλλους γιατρούληδες να τα φυλάνε, και όλοι μαζί ανήκαν στο Κέντρο Υγείας του μεγαλύτερου χωριού, κάτω από την εντυπωσιακή και πάντα χιονισμένη μυτερή βουνοκορφή με το αξέχαστο όνομα «Στρογγούλα». Εκεί εφημέρευαν, μήπως τύχαινε κάτι έκτακτο, αγναντεύοντας τη Στρογγούλα και το μεγάλο χωριό, στο κυριλέ κτίριο με την ευτυχώς τέλεια θέρμανση που φρόντισε η χρήσιμη για τον δουλευταρά λαό μας Ευρωπαϊκή Ένωση να χτίσει, αν και ξέχασε να το εξοπλίσει και με κανα μηχάνημα.

Βέβαια, όλοι αυτοί οι εκνευριστικά νέοι σε ηλικία γιατροί έμεναν στην πρωτεύουσα του νομού, για να μπορούν να παρακολουθούν τις επιστημονικές εξελίξεις στα μπαρ και τα εστιατόρια της πόλης και να προστατευθούν από εργασιακή κατάθλιψη, κάτι που θα στοίχιζε μετά ακόμα περισσότερα λεφτά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τότε τα μηχανήματα του Κέντρου Υγείας θα ήταν πιο μακριά και από τις παγόδες του Τόκιο, που μοιάζουν κάπως και με τη Στρογγούλα τώρα που το σκέφτομαι.

Μεταξύ των ανθρώπων που έμελλε να γνωριστούν, να συνεργαστούν και να μοιραστούν ένα χρόνο από τη ζωή τους ήταν η Κοκκινομάλα, ο Ράμπο-Φώφης, το Πεγκουλίνιο, ο Ακαδημαϊκός Καπνιστής, ο Τσαντίλας, ο Γκουρμέ Τύπος, ο Άντρας ο Σωστός και η Πάττυ Σμιθ. Αργότερα κατέφθασε και η Ομοιοπαθητικός. Φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι δυο οδηγοί των ασθενοφόρων του μεγάλου χωριού, ο Σπορτ Μπίλυ και ο Ελεκτρόνικ, των οποίων η παρέα και παρουσία ήταν καταλυτική – αλλιώς δε θα λειτουργούσε τίποτα εκεί μέσα, και ιδίως η συνδρομητική τηλεόραση, η οποία αν δεν έσωσε ζωές, τουλάχιστον απέτρεψε νευρικούς κλονισμούς λόγω υπερβολικής ησυχίας.

Ο Κουλτουριάρης Κρητικός είχε γνωριστεί τηλεφωνικά με την Πάττυ Σμιθ προτού πατήσει το καλομαθημένο πόδι του στις κακοτράχαλες πλαγιές, η οποία τον περίμενε με το Πεγκουλίνιο για να τον ξεναγήσουν στις εγκαταστάσεις, κάτι που κράτησε περίπου 45 δευτερόλεπτα. Μετά από ένα σύντομο σοκ και την επιστράτευση μιας άνευ λόγου αισιοδοξίας, ο Κουλτουριάρης της Μεγαλοννήσου θυμήθηκε ότι έχει ένα κολλητό από το στρατό, τον επονομαζόμενο και Αριστερότατο, στο διπλανό κέντρο υγείας, του διπλανού νομού, και σκέφτηκε ότι αφού αντέχει εκείνος, θα αντέξει και αυτός.

Το πρώτο βράδυ σημαδεύτηκε από τη βραδινή έξοδο όλου αυτού του μαζώματος ανθρώπων, στην πόλη εννοείται, με το διευθυντή να αποδεικνύει ότι η ηλικία είναι μια σχετική έννοια, ότι όλα είναι στο μυαλό και άλλες γνωστές ρήσεις, εκ των οποίων όμως το 97% είναι ακατάλληλες προς δημοσίευση. Το παραδοσιακό ποτό της περιοχής, το ουίσκυ, έρεε άθφονο, θεραπεύοντας από πονοδόντους μέχρι ερωτικές απογοητεύσεις, κι έτσι ήρθαν όλοι πιο κοντά.

Η Πάττυ Σμιθ αποκαλείτο από τον προϊστάμενο διευθυντή Πέγκυ, αφού έτσι είχε λαναθασμένα καταλάβει το όνομά της την πρώτη φορά που συστήθηκαν, κάτι που η Πάττυ Σμιθ ποτέ δε διέψευσε, άγνωστο γιατί. Όταν μετά από κάποιο καιρό διορίστηκε το Πεγκουλίνιο, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι Νιάου Καρδιολόγος, ο διευθυντής την αποκάλεσε επίσης Πέγκυ, είτε λόγω της ομοιότητάς της με τη συνάδελφο Πάττυ Σμιθ (η μία ξανθιά, η άλλη μελαχρινή εν τω μεταξύ), είτε για δικούς του λόγους που δεν είχαν την ευκαιρία να διερευνήσουν στη σύντομη και πραγματικά καθόλου χορταστική γνωριμία τους. Για να έχουν πάντως το κεφάλι τους ήσυχο και να μην μπερδεύονται, αλλά και για να σεβαστούν τις διαταγές του διευθυντή, η Νιάου Καρδιολόγος από εκεί και μετά άκουγε στο όνομα «Πεγκουλίνι» για να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο συναδερφάκι της Πέγκυ. Εδώ θα αναφέρεται ως Πεγκουλίνιο, γιατί και καλά η ιστορία μας είναι φανταστική, αλλά και γιατί θέλω να πετάω και καμιά καθαρεύουσα για πάρτη μου.

Η Κοκκινομάλα προσελήφθη λίγο μετά τον Κουλτουριάρη, ο οποίος είχε τη χαρά να της κάνει το γύρο των 45 δευτερολέπτων στο Κέντρο Υγείας και να της δείξει πού θα εξασκήσει τις απύθμενες γνώσεις και δεξιότητες που κουβάλησε μαζί με τη συλλογή των δαχτυλιδιών της, των φουλαριών και των 956 ζευγαριών παπουτσιών της. Λόγω του ότι ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη και της είχε ξυπνήσει το μητρικό ένστικτο, αυτοανακηρύχθηκε «Μαμά» του αγαθοεργούς κέντρου, κάτι που έγινε δεκτό με ανάμικτα συναισθήματα από το κοινό των αγροτογιατρών καθώς οι μισοί τη συμπαθούσαν και οι μισοί όχι, οπότε οι πρώτοι την έβλεπαν σαν Παναγία με ντύσιμο haute couture και οι δεύτεροι σαν τη Μήδεια.

Ο Ράμπο-Φώφης, ή σκέτο Ράμπο λόγω της ατρόμητης τάσης του να ράβει ό,τι τραύμα βρισκόταν μπροστά του χωρίς να φοβάται τίποτα, μπέρδευε τον κόσμο, που δεν ήξερε αν το Ράμπο είναι το μικρό και το Φώφης το επώνυμο ή αντίστροφα, οπότε επικράτησε το Ραμποφώφης, για να είναι όλοι σίγουροι ότι δεν θα κάνουν λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι τον παίρνουν τηλέφωνο για να του ευχηθούν και του αγίου Ράμπο και του αγίου Φώφη από τότε. Σε ένα μαραθώνιο 3ήμερης εφημερίας με τον Κουλτουριάρη, έπαιξαν το παιχνίδι στρατηγικής Civilization IV στον υπολογιστή, όπου αντάλλαξαν προσωπικότητες: ο Ράμπο ήθελε να χτίζουν βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια και ο Κουλτουριάρης ήθελε να κάνουν ντου και να φάνε τους Αιγύπτιους. Ευτυχώς έγινε το δεύτερο και ο Ράμπο πολύ χάρηκε με την εξέλιξη αυτή του παιχνιδιού. Ο Κουλτουριάρης ξεπλήρωσε έτσι τα ράμματα που ο Ράμπο έκανε πολύ συχνά αντί γι’ αυτόν, αφού ο Κουλτουριάρης πίστευε ότι με κάποιον τρόπο οι άνθρωποι γίνονται καλά με το να τους μιλάς.

Ο Ραμποφώφης ήταν συμφοιτητής από παλιά με τον Γκουρμέ Τύπο, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή και έτσι μετά τις σπουδές του στην πρωτεύουσα του μεσανατολικού ελληνικού κράτους, πήρε την ανηφόρα και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να συναντήσει τους υπόλοιπους, οι οποίοι αντίθετα από αυτόν, πηγαίνοντας εκεί είχαν ξενιτευτεί. Ο Γκουρμέ ήταν επίσης φιλοχείρουργος, όπως ο Ράμπο, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ήταν λιχούδης και εκτιμούσε το καλό φαγητό, οπότε ήταν ο καλύτερος πελάτης της φημιστής ταβέρνας του μεγάλου χωριού στις εφημερίες του. Επίσης του άρεσε πάρα πολύ να εφημερεύει με τον Κουλτουριάρη, αφού ο τελευταίος δεν άντεχε να βλέπει άλλο Entertainment Channel και το είχε ρίξει στο χρηματιστήριο και τη μαγειρική. Την Καθαρά Δευτέρα την έβγαλαν με καλαμαράκια τηγανητά και ένα πολύ λαχταριστό χταπόδι κοκκινιστό. Το χρηματιστήριο ήταν κλειστό και το Entertainment Channel τούς ενημέρωσε για τα πιο ακριβά διαζύγια στην επίσης λαχταριστή, εκείνη την κρύα ημέρα, πολιτεία της Καλιφόρνιας.

Το χρηματιστήριο αποτέλεσε το σημείο τριβής μεταξύ του Κρητικοκούλτουρου και του Τσαντίλα, αφού ο πρώτος ήθελε να κάνει τον δεύτερο σώνει και ντε πλούσιο και τον έψηνε να επενδύσει στο χρηματιστήριο, πράγμα που εκνεύριζε τον Τσαντίλα, ο οποίος όμως μάλλον θα εκνευριζόταν ούτως ή άλλως. Ο Τσαντίλας και ο Κουλτουριάρης αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο δίδυμο, κάτι σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου και όλοι απολάμβαναν τους διαλόγους τους, εκτός από τους ίδιους. Δέθηκαν ιδιαίτερα όταν ο Κουλτουριάρης αποφάσισε να αδυνατίσει και να γίνει γκόμενος, αφού είχε ψιλογίνει βούβαλος, και πλακώθηκε με τον Τσαντίλα στα γυμναστήρια και τα απογεύματα των εφημεριών έτρεχε γύρω-γύρω από το κέντρο υγείας σαν δορυφόρος. Η γυμναστική και τα μπράτσα κάλμαραν λίγο και τον Τσαντίλα, του οποίου ο στόχος τη χρονιά αυτή ήταν να σταματήσει το κάπνισμα. Αυτό το κατάφερε με τη συμπαράσταση όλων, που δέχτηκαν τα ξεσπάσματα από τα νεύρα του, τα οποία ήταν λίγο λιγότερο ατσάλινα από τη Μερσεντές που έφερνε στο κέντρο υγείας, μπας και καταφέρει να τη χαλάσει και να μπορεί μετά να βρίζει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο επιτέλους.

Ο Αριστερότατος από το διπλανό κέντρο υγείας επισκεπτόταν συχνά την πρωτεύουσα του νομού για να προμηθεύεται Calvin Klein πουκάμισα και Burberry μπλουζάκια, με αποτέλεσμα να σκοτώνεται με τον Κουλτουριάρη, που τότε ακόμα φορούσε μάρκες, αφού ή τα είχε δει πρώτος και δεν ήθελε να του τα φάει ο Αριστερότατος, ή τα είχε ήδη σε άλλο χρώμα. Ευτυχώς μετά ο Αριστερότατος είχε τη σχεσούλα του, που τον απασχολούσε και ασχολιόταν με αυτή και με ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, με αποτέλεσμα ο Κουλτουριάρης να ξαναβρεί το φίλο που πάντα γνώριζε και τα εμπορικά καταστήματα της πόλης να γνωρίσουν τον οικονομικό μαρασμό.

Ο Κουλτουροκρητικός νόμιζε ότι έκανε κάποιου είδους οικονομία στο ρουχισμό του καθώς όλο το χειμώνα φορούσε το μεταξύ κόκκινου και πορτοκαλί χρώματος μπουφάν του σκι. Τελικά όμως τα έξοδα δεν τα γλύτωσε και αυτά προήλθαν από το ελλαδογυρισμένο αμάξι του, το οποίο λόγω γεωγραφικών και άλλων ατοπημάτων, ζήτησε επανειλημμένως αλλαγές στα σκασμένα του λάστιχα και κάτι ξεγυρισμένα σέρβις. Αν και υπάρχει η υπόθεση ότι δε φορούσε το μπουφάν του σκι για οικονομία, αλλά για να αυτοξεγελαστεί και να νομίζει ότι δεν βρίσκεται στα Τζουμέρκα, μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας, αλλά στο Bregenz, μεταξύ Αυστρίας και Ελβετίας, κάτι που τελικά δεν έγινε, με αποτέλεσμα μετά από αυτή την αποτυχία να αποφεύγει και τα Τζουμέρκα και το Bregenz.

Η Κοκκινομάλα έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Ακαδημαϊκό Καπνιστή, ο οποίος ήταν σκλάβος του τσιγάρου και της διατριβής του. Η σχέση του Καπνιστή, η πριγκίπισσα του Μονακό, έγινε κολλητή με την Κοκκινομάλα και έβγαιναν πολλάκις για ψώνια, κάνοντας τον Ακαδημαϊκό Καπνιστή να καπνίζει ακόμα περισσότερο, και όλους τους γιατρούληδες να υποχρεώνονται σε αναγκαστικές βραδινές εξόδους, για να μπορούν να φοριούνται τα πρωινά ψώνια των λουσάτων κυριών. Δε γνωρίζουμε αν συναντήθηκαν ποτέ τυχαία με τον Αριστερότατο σε κανένα μαγαζί, αλλά μάλλον όχι, γιατί μια τέτοια συνάντηση θα προκαλούσε κυκλοφοριακή συμφόρηση από τις σακούλες με τα ψώνια μέχρι την έξοδο της Εγνατίας, κι έτσι θα το μαθαίναμε.

Ο Άντρας ο Σωστός ήταν επίσης από την πρωτεύουσα του νομού και παραβιάζοντας τους αμερικανικούς κώδικες των εργασιακών σχέσεων, αποτέλεσε ζευγάρι με την Πάττυ Σμιθ, πράγμα που σήμαινε ότι οι υπόλοιποι τους έβλεπαν ή μια φορά το μήνα όταν μαζεύονταν με τα γάντια του μποξ για να βγάλουν τις εφημερίες του επόμενου μήνα, ή όταν κανονιζόταν σόσιαλ γκάδερινγκ, πράγμα ευτυχώς σχετικά συχνό. Ο Άντρας ο Σωστός πάθαινε οίστρο όταν βρισκόταν σε μεγάλη παρέα και δεν προλάβαινε κανείς άλλος να μιλήσει, ούτε καν ο Κουλτουριάρης, που συνήθως αναλαμβάνει μαρτυρικά αυτόν τον ρόλο.

Το Πεγκουλίνιο ήταν ο χρυσός χορηγός της Vodafone εκείνη τη χρονιά, αφού μιλούσε στην κυριολεξία όλη την ώρα με τον Νασιονάλεν Νεντερλάντεν, τον γκόμενο εις τας Αθήνας, ο οποίος ήταν πιο συμπαθητικός από κοντά, αφού η παρουσία του επέτρεπε στους αγροτογιατρούς να μπορούν να βλέπουν το Πεγκουλίνιο και με τα δυό του αυτιά ελεύθερα. Ο Σπορτ Μπίλυ, ο οδηγός του κέντρου υγείας και γνωστή φίρμα των γύρω βουνών, είχε διαπιστώσει ότι και ο Κουλτουριάρης Κρητικός μιλούσε συνεχώς στα τηλέφωνα από το κρησφύγετό του, το γραφείο του διευθυντή, αλλά η ελαφρώς παρανοϊκού τύπου προσωπικότητα του Κρητικού το άφησε να πέσει κάτω χωρίς να ξέρουμε ακριβώς γιατί. Εικάζεται ότι ήταν λίγο κρυψίνους γιατί φοβόταν το κακό το μάτι, και ακούστηκε χωρίς να διευκρινιστεί, ότι ίσως η άλλη άκρη της γραμμής του δεν ήταν στην Αθήνα, όπως στην περίπτωση του Πεγκουλινίου, αλλά στο alter ego των Τζουμέρκων, στο πολύπαθο Bregenz.

Ο Ελεκτρόνικ, ο έτερος οδηγός με τις εκπληκτικές γνώσεις ηλεκτρονικής μουσικής και βιρτουόζος του κιβωτίου ταχυτήτων του ασθενοφόρου, το οποίο νόμιζε ότι είναι ελικόπτερο, κέρδισε ένα ράφτινγκ στον Άραχθο, που ακόμα εκκρεμεί, από τον Κουλτουριάρη, όταν κάποιο βράδυ μάντεψε πόσες πέρλες φορούσε συνολικά σε λαιμό, αυτιά και χέρια η Κοκκινομάλα. Ήταν 105. Ο Κουλτουριάρης είχε μυηθεί στη γρηγοροβαρκάδα νωρίτερα, όταν Αθηναίοι φίλοι του αποφάσισαν να τον επισκεφτούν στην αβάσταχτη εξορία του και να του φέρουν μπισκότα, τσιγάρα, και άλλα πράγματα που ποτέ δε χρησιμοποιούσε.

Το μεγάλο χωριό διέθετε ένα φαρμακείο, το οποίο πολλοί πιστεύουν ότι ήταν ό,τι πιο χρήσιμο μπορούσε να υπάρξει εκεί, αφού όλοι ήταν σίγουροι ότι από φαγητό δεν θα ξεμείνουν ποτέ. Το φαρμακείο διατηρούσε η Λαίδη Άντζελα μετά του Μαθηματικού συζύγου της. Η Λαίδη Άντζελα ήταν κολλητή με τις γιατρίνες και ο Μαθεμάτικ με τους γιατρούληδες, αφού ήθελαν και λιγη ποικιλία εκτός από το να μιλάνε συνέχεια ο ένας στον άλλο. Η Λαίδη Άντζελα μιλούσε για διάφορα θέματα με τις γιατρίνες, σημαντικό μέρος των οποίων αποτελούσαν τα εξαρτήματα των ακροδαχτύλων, που έχει επικρατήσει να ονομάζονται νύχια. Ο Μαθεμάτικ είχε ευρύ πεδίο συζητήσεων, που κυμαινόταν από τις ποδοσφαιρικές μεταγραφές σε συζητήσεις με τον Ράμπο, μέχρι την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, που αναγκάστηκε ο Κουλτουριάρης να ξαναθυμηθεί για να ξεδιψάσει τη φιλομάθεια του Μαθεμάτικ, που δεν μπορούσε να ξεστραβωθεί στο ίντερνετ καθώς ήταν ενάντιος στη ροή της πληροφορίας με αυτόν τον ειδεχθή τρόπο. Κατόπιν αυτού τέθηκε το θέμα να μετονομαστεί σε Αναθεμάτικ, πράγμα που όμως δεν έγινε, γιατί αν ο Μαθεμάτικ θύμωνε, ίσως να ρευστοποιούσε τις μετοχές του και να προκαλούσε κραχ, κάτι που δεν ήθελε κανείς.

Η Ομοιοπαθητικός κατέφθασε προς το τέλος της θητείας του Κουλτουριάρη. Υπέστη και αυτή την ξενάγηση στο Κέντρο Υγείας, της οποίας η διάρκεια είπαμε ότι είναι κάτι μεταξύ μεγάλου σεισμού και πρόωρης εκσπερμάτισης. Εκτός από κάτι ομοιοπαθητικά που ο Κουλτουριάρης δεν καταλάβαινε, τη συμπαθησε μόλις του είπε ότι σκοπεύει να αγοράσει μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, πράγμα που τους έφερε πολύ κοντά, κάτι που δεν κατάφεραν οι οδηγίες συνταγογράφησης σε βιβλιάρια του ΙΚΑ, αν και τούς έφαγαν επίσης πολύ χρόνο συζήτησης.

Μετά ακολούθησαν αποχωρήσεις, αποχωρισμοί και διάφορα άλλα, που ενδεχομένως να αποτελέσουν ξεχωριστό θέμα.. Τί τους έμεινε από όλα αυτά; Η χαρά να ξαναβρίσκονται όποτε μπορούν ή όποτε τυχαίνει και το ότι μοιράστηκαν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα με μια αίσθηση που κυμαινόταν μεταξύ αφέλειας, άγνοιας και ανεμελιάς.

Δυστυχώς τα φτυάρια μου μόλις με ενημέρωσαν ότι κατεβαίνουν σε απεργία. Αν βρω κανένα φτυάρι-απεργοσπάστη θα συνεχίσω σύντομα το θάψιμο, αλλιώς θα τα ξαναπούμε όταν λήξει η απεργία. Ευχαριστώ.

Μοιραστείτε


Ένα πορτογαλικό fado στη Γαύδο: Minha alma di amor sedenta, sequiosa.

…που σημαίνει: «η ψυχή μου διψασμένη για αγάπη, ξερή», στη γλώσσα των Πορτογάλων. Δεν είναι τυχαίο το είδος του τραγουδιού που έφτιαξε αυτός ο λαός, ο τόσο ιδιαίτερος σε σχέση με τους Έλληνες και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Τα πορτογαλικά fados ξεχειλίζουν από ερωτισμό, πόνο, νοσταλγία. Η θέση της μικρής ωκεάνιας χώρας στο χάρτη καθόρισε τη μοίρα της και την γεμάτη πολυσημία ταυτότητά της, πράγμα που δε θα μπορούσε να μην εκφραστεί με τον πιο πηγαίο τρόπο που έχουν οι άνθρωποι, το τραγούδι.

Η Πορτογαλία, ευλογημένη όσο και καταδικασμένη να αντικρύζει τον Ωκεανό, τον σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες ποταμό που περικλείει τη γη, έχει τα μάτια και την αναπνοή της στραμμένα στο άπειρο, στην ατελείωτη θάλασσα. Στη μάταιη απόπειρα να ξεφύγεις από αυτό που σε κρατά δέσμιο, όταν κοιτάζεις την χαώδη ελευθερία. Η βαθιά μελαγχολία αυτής της διπλής αίσθησης διατρέχει την ύπαρξη και καθορίζει τη συγκρότηση της ταυτότητας όχι μόνο βιωματικά για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά διαγενεαλογικά καταλήγει στο να διαμορφώνει το ύφος του πολιτισμού.

Με ένα αντίστροφο τρόπο, ο ελληνικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τις έντονες αντιθέσεις του τοπίου, με τους μεγάλους ορεινούς όγκους, τις μικρές πεδιάδες και τις ανάγλυφες ακτές, με τα πολυάριθμα νησιά – βράχους και την ασιατική ακτή σε απόσταση δρασκελιάς. Οι αρχαίοι Έλληνες αφομοίωσαν την υψηλή αισθητική και την αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου των πραγμάτων που απορρέει από ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον με τις επιρροές που δέχτηκαν από την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία, για να δημιουργήσουν αυτό που σήμερα ονομάζεται κλασική αρχαιότητα, περνώντας από τη μυκηναϊκή εποχή στους σκοτεινούς αιώνες, την αρχαϊκή εποχή και τους αποικισμούς.

Οι Πορτογάλοι είναι νεότερος λαός, για τον οποίο η Ιστορία έχει επιφυλάξει κατά καιρούς τόσο τη θέση του αγωνιζόμενου κατακτημένου, όσο και του αποικιοκράτη κατακτητή. Αυτές οι αντιφάσεις, ταραχώδεις όπως τα κύματα του Ατλαντικού, σμίλεψαν έντονα και συχνά με βίαιο τρόπο τους ανθρώπους αυτούς, που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αναμετρηθούν με αυτό που είχαν μπροστά τους, την απέραντη θάλασσα.

Το αποτέλεσμα ήταν να συναντηθούν με τα στοιχειά αυτής της μήτρας, να αναμετρηθούν με τις εσχατιές της ανθρώπινης υπόστασης. Συνάντησαν έτσι τον ίδιο τον Εαυτό ως Άλλο, όπως θα μπορούσε να πει με ένα ιδιαίτερο τρόπο ο Ricoeur και ήρθαν σχεδόν αναπόφευκτα σε επαφή με τα βαθύτερα, ανώτερα όσο και σκοτεινά συναισθήματα που μπορεί κανείς να μεταφέρει με το λόγο.

Η συνάντηση όμως υπήρξε και σε επίπεδο πραγματικότητας εξωτερικής. Άνθρωποι διαφορετικοί, από λαούς γειτονικούς, αλλά και εξωτικούς επηρέασαν και επηρεάστηκαν, μέσα από τις επίπονες σχέσεις που προέκυψαν, το σμίξιμό τους, τις εμπορικές επαφές, την ξενιτειά, τους ξεριζωμούς, πάντοτε μέσα από το θαλασσινό ταξίδι και την ελπίδα κάποιου λιμανιού εντός του ωκεάνειου Αβέβαιου.

Πόσοι άνθρωποι, σε πόσες γενιές, ερωτεύτηκαν, χωρίστηκαν, ξανάσμιξαν ή χάθηκαν για πάντα, με φόντο αυτή τη φλούδα γης που ακουμπά όλο της το κορμί στην υδάτινη απεραντοσύνη; Πόση χαρά, πόση αγαλλίαση, προσμονή και πόνο μπορεί να κρύβουν αυτές οι ιστορίες; Ποιοί αρμυροί άνεμοι έφερναν στα καράβια τα λόγια των αγαπημένων από την απελπιστικά μακρινή στεριά; Τί μάτια έχουν κοιτάξει τη θάλασσα εκείνη περιμένοντας κάποιο ίχνος επιστροφής; Πώς περιγράφεται τούτη η δίψα; Αυτοί που φεύγουν πάνε με τα κύματα, που κάποια μέρα θα τους φέρουν πίσω. Αυτοί που μένουν στέκονται σαν βράχοι που περιμένουν.

Μια τέτοια εμπειρία είχα όταν το καλοκαίρι του 2009 βρέθηκα στη Γαύδο, καταμεσίς του Λιβυκού Πελάγους, με την αίσθηση του απέραντου και μιας γλυκιάς απομόνωσης, έχοντας νωρίτερα ματαιώσει ένα ταξίδι στην Πορτογαλία. Ο ήλιος βασίλευε, και μαζί με αυτόν οι ψυχές όλων αυτών που είχαν επιλέξει το μικρό νησί. Τα άοκνα κύματα αγκάλιαζαν τους βράχους σε μια ρυθμική επανάληψη. Τα βράχια αυτά δεν διψούν ποτέ. Αλλά ούτε και ξεδιψάνε. Τα κύματα απλώνονται ξεδιψώντας τα και αμέσως φεύγουν, αφήνοντας πίσω δίψα και νοσταλγία, για να ξανάρθουν και να φύγουν πάλι, σε ένα κύκλο που ταλαντεύεται μεταξύ οδύνης και ηδονής. Το νερό όμως είναι αλμυρό. Το αλάτι μοιραία θα λιώσει τους βράχους και μετά από πολλά χρόνια ίσως κανείς δε θα θυμάται ότι η άμμος, που απλόχερα έχει χαριστεί στο παραδεισένιο νησί, είναι ό,τι απέμεινε από αυτή την ερωτική μάχη των βράχων με τα κύματα.


Η Misia τραγουδά το πορτογαλικό fado με φόντο τα κύματα της Γαύδου. Αύγουστος 2009.



The "Ψίχουλα" Project.

Αποφασίστηκε να εορταστεί ο Άϊ-Γιάννης μία ημέρα νωρίτερα. Πήγαμε όλοι με τα άι-φόουν μας στα Εξάρχεια, ως Άι-Βασίληδες, στο στέκι του εορτάζοντος Τζον. Ένας καρδιολόγος, μία οδοντίατρος, μία αναισθησιολόγος, μια καθηγήτρια αγγλικών, μια σχεδιάστρια μόδας, μια νεφρολόγος και εφτά ψυχίατροι. Στην αρχή έμοιαζε με ιατρικό συμπόσιο. Το γεγονός όμως ότι οι περισσότεροι γνωρίζονταν από ένα εργασιακό περιβάλλον και μοιράστηκαν εκτός από τις εργατοώρες, σκέψεις, συναισθήματα, αλληλεγγύη, κόντρες, μαρτίνι και ταξίδια, έκανε τα πράγματα πολύ διαφορετικά.

Η καθηγήτρια αγγλικών και οι δύο γυναίκες από το τιμ των ψυχιάτρων φορούσαν μακριές κάλτσες, που άφηναν τα μπούτια ακάλυπτα για να ομοιάζουν με τα εξίσου ακάλυπτα χέρια. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η καθηγήτρια αγγλικών να φέρνει σε καθηγήτρια του σεξ (λέξη αγγλική άλλωστε) και οι ψυχιατρίνες να μπορούν να λάβουν εξ ημισείας τον τίτλο της κόμισσας των Πετραλώνων. Ήταν η στιγμή που ο Τάδε, η κατά κόσμον μετενσάρκωση του Λόρκα, θα ευχόταν να είναι σανίδα από το πάτωμα του μαγαζιού για να μπορεί να παίρνει μάτι, αλλά μετά σκέφτηκε ότι τις υπόλοιπες μέρες θα έπρεπε να υποστεί τις σόλες των κολωνακιζόντων εξαρχειωτών θαμώνων, το χυμένο κρασί και τη στάχτη από τα παρανόμως καπνιζόμενα τσιγάρα, οπότε το μετάνιωσε, έκατσε στα αυγά του και έπαιρνε μάτι όπως μπορούσε.

Εν μέσω αυτού του κλίματος συζητήθηκε και το κυπριακό. Μεταξύ μπουκιών από τάπας με κεφτεδάκια και διάφορες πατάτες με ισπανικό (;) τρόπο μαγειρεμένες αναπτύχθηκαν οι διάφορες απόψεις, με τελικό συμπέρασμα από τη νεφρολόγο ότι είμαστε φιλότουρκοι και κάτι σαν αυτούς που έιναι έξω από το χορό και πολλά τραγούδια ξέρουν. Η νεφρολόγος είχε μαμά Κύπρια. Παρόλα αυτά τη διαβεβαιώσαμε ότι είμαστε Έλληνες, άσχετα αν δε γνωρίζουμε πότε χτίστηκε ο Παρθενώνας, δεν έχουμε γνώση της ελληνικής φιλοσοφίας και σκέψης και χάσαμε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1974 που η δικτατορία προκάλεσε και η επίσημη Ιστορία αμέλησε να καταγράψει.

Ο Τζον ήταν πολύ καλά, κατάφερε να γελάσει μόνο τρεις φορές και όχι περισσότερες, οπότε θα μπορέσει να κοιμηθεί ήσυχος και να πάει την άλλη μέρα στη δουλειά βέβαιος ότι θα συνεχίζουν να τον φοβούνται όλοι, γεγονός που θα του στοιχίσει περίπου 4.000 ευρώ όταν αξιωθεί να αρχίσει ψυχοθεραπεία και θα αναγκαστεί να τα ερμηνεύσει όλα αυτά. Αν βέβαια συνειδητοποιούσε ότι η σύντροφός του, με την οποία διατηρούν ιλιγγιώδους διάρκειας σχέση (φήμες τοποθετούν την έναρξή της στον προηγούμενο αιώνα) ήταν μια σεξοβόμβα με τη δαντελένια κάλτσα και το αμάνικο μπλουζί, θα τού κοβόταν το γέλιο τελείως, αλλά κάποιες σπίθες αυθορμητισμού κατάφεραν να επιβιώσουν, με πιθανό αποτέλεσμα οι 4.000 να γίνουν τελικά 6.000 και κάτι ψιλά σε βενζίνες και πάρκινγκ.

Ο ακατανόμαστος, γνωστός και ως Νόστιμος από τις παλαιές του επικές επιτυχίες σε κόρες ασθενών του, είχε προσέλθει μετά της σχέσης Ώντρεϋ, σε μια προσπάθεια να δραπετεύσει από το γκέτο του Κολωνακίου και να αποδείξει ότι επιστρέφοντας δεν θα έχει κανένα μόνιμο σημάδι από αυτή του την πραγματικά υπεράνθρωπη προσπάθεια. Υπάρχει η υπόνοια ότι είχε πάρει ένα Xanax νωρίτερα, αλλά το γεγονός ότι δεν νύσταξε, μάς απομακρύνει από αυτή την εκδοχή. Από την άλλη πλευρά είναι ούτως ή άλλως τσακωμένος με τον ύπνο, οπότε δεν μπορείς να είσαι βέβαιος. Το σίγουρο είναι ότι την άλλη μέρα δούλευε σκληρά στο 3ωρο του εργάτη, που καθισμένος στην πολυθρόνα με τα λεφτά από τους φόρους όλων μας, θα κάνει κάτι τουλάχιστον χρήσιμο. Ας ελπίσουμε ότι το Xanax, αν τελικά ελήφθη, δεν θα αποφασίσει να δράσει τότε. Γιατί αν συμβεί αυτό, οι συναντήσεις του Νόστιμου θα μοιάζουν περισσότερο με συνεδρίες κλασικής ψυχανάλυσης, κάτι που θα τον αναγκάσει να πηγαίνει στο Ροκ εντ Ρολ 7 ημέρες την εβδομάδα, αντί για 6 που πηγαίνει τώρα, για να ξεχαστεί.

Στην κεφαλή του τραπεζιού καθόταν ο Βενιαμίν, ο τελευταίος της φουρνιάς του εργασιακού περιβάλλοντος που προανέφερα, αλλά δεν αποκάλυψα. Με τα μάτια-υδρόγειες σφαίρες που έχει, σκάναρε τους συντρώγοντες και εκτός από τις μπουκιές τους μέτρησε και πόσες φορές αναφέρθηκε η λέξη σεξ, την οποία όλοι είχαν στο μυαλό τους (δεν το λέω εγώ, η επιστήμη), αλλά μόνο ένας είχε το θάρρος και την παρρησία να τη λέει δυνατά. Ο Βενιαμίν τη γλυτώνει που δεν έχω περισσότερα δεδομένα να πω, κι έτσι θα αρκεστούμε σε αυτά.

Ο Χιώτης ψυχίατρος μετά της μέλλουσας συζύγου-νεφρολόγου αποχώρησε σχετικά νωρίς, αφού μουρμούρισε κάτι περί ανωριμότητας στον Τάδε (ο και καλά φιλότουρκος Λόρκα), αλλά ο τελευταίος με μια τρίπλα θεώρησε ότι αυτός ο χαρακτηρισμός ήταν μια μετάθεση, ένας πολύ χρήσιμος ψυχολογικός μηχανισμός άμυνας, και απευθυνόταν στον Τζον και την καθηγήτρια του σεξ, που δε βιάζονται να παντρευτούν.

Η Ώντρεϋ ήταν πολύ κομψή όπως πάντα και όλο ψουψούριζε με τον Τάδε διάφορα, που δεν ξέρουμε τί ακριβώς ήταν, πάντως πρέπει να ξεκατινιάστηκαν. Είχαν να τα πουν και κάμποσο καιρό, οπότε δε θα επεκταθούμε γιατί μπορεί να διαβάζουν και μικρά παιδιά (ΔΕΝ αναφερόμαστε σε βιολογικές ηλικίες).

Η Ψυχούλα και η Άμπστρακτ, οι καλτσωμένες ψυχίατροι, έκαναν το λάθος και έκατσαν δίπλα στον Τάδε, οπότε υπέστησαν κάποιες από τις ακόμα άλυτες νευρώσεις του και ακόμα χειρότερα τις λυμένες. Η Ψυχούλα δεν του έκανε μασάζ ως όφειλε, πράγμα που έκανε η Άμπστρακτ, σε μορφή περίληψης, όπως άλλωστε προτιμάει να διαβάζει τα διάφορα κείμενα, για να αποφύγει την εμφάνιση μυωπίας και μετά δε θα μπορεί να είναι σίγουρη ότι έβαλε ίδιες κάλτσες στα πόδια της. Παράδειγμα περίληψης της Αντιγόνης του Σοφοκλή: Ήταν μία, και είχε 2 αδερφούς. Αυτοί σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Ο θείος είπε να θάψουν μόνο τον ένα. Αυτή έθαψε τον άλλο. Μετά την έβαλαν σε μια σπηλιά και πέθανε.

Η Ψυχούλα μάς θύμισε την αείμνηστη Μελίνα και αποφάσισε να καπνίζει όλο το βράδυ, γεμίζοντας τα τασάκια που ξαφνικά προσγειώθηκαν στην τράπεζα του παραλόγου και να υπενθυμίσει στα ρούχα μας πώς μπορούν οι ακριβοί ψεκασμοί με αρωματούχο οινόπνευμα από το Χόντος Σέντερ να εξουδετερωθούν, ενώ παράλληλα κατηγορούσε τον Τάδε ότι είναι καθηλωμένος στο στοματικό στάδιο! Υπάρχουν υπόνοιες ότι η Ψυχούλα έχει εκτεθεί σε μετατραυματικό στρες από το σεισμογενές νησί της, και έχει φθόνο σε ανθρώπους από νησιά που δεν κουνιούνται, όπως λόγου χάρη η λεβεντογέννα Κρήτη.

Ήταν μια ωραία βραδιά, η κάρτα του Τζον δεν πέρναγε μετά στο μηχάνημα και όσοι έμειναν τελευταίοι φοβήθηκαν ότι ξεγελάστηκαν από την κατά τα άλλα εγκάρδια πρόσκληση και τελικά πρέπει να πληρώσουν. Ο Τζον παρήγγειλε και το δώρο του σε όσους αμέλησαν να σπεύσουν για να το αγοράσουν προκαταβολικά, πράγμα που τιμωρείται με την οργή του Τζον, της οποίας η γεύση είναι σαν μουρουνέλαιο, για όποιον είχε την τύχη να τη γευτεί, συνήθως κάποια προϊσταμένη ή κανένας ακτινολόγος.

Στο τέλος της βραδιάς έμειναν τα ψίχουλα στο τραπέζι για να θυμίζουν τη συνάντηση αυτών των ανθρώπων για άλλη μια φορά, ως σύμβολο της συνάντησής τους στη ζωή. Μετά θα ήρθε η πολύ χαμογελαστή σερβιτόρα που μάς τράβηξε και ωραίες φωτογραφίες και με το βέτεξ της θα τα σάρωσε όλα. Εμείς όμως ήμασταν ήδη στους δρόμους των Εξαρχείων και τα βήματα του προσωρινού αποχωρισμού μας αντηχούσαν στο πεζοδρόμιο, ίσως κάνοντας τη Σώτη Τριανταφύλλου που μένει εκεί κοντά να γυρίσει πλευρό, ή ίσως, όπως είναι και το πιθανότερο, να μην είχαν κανένα αντίκτυπο πουθενά.

Μοιραστείτε


Στρέλλα: μια ταινία του Πάνου Κούτρα. Γυναικεία απουσία, πένθος ανδρικό.

Ομολογώ ότι δεν περίμενα να δω αυτό που τελικά διαδραματίστηκε στο πανί μπροστά μου με την αυγή της νέας χρονιάς και δεκαετίας. Είχα ακούσει ότι είναι καλή η ταινία, πήρε και τα βραβεία που πήρε, αλλά το βάθος της και τα πολλαπλά της επίπεδα, με αφορμή τη φαινομενικά εξωφρενική θεματολογία της, την καθιστούν σταθμό πλέον.

Ο Γιώργος αποφυλακίζεται. Δεν γνωρίζουμε τίποτα γι' αυτόν. Είναι μεσήλικος, αδύνατος με αρχετυπικά ανδρικά χαρακτηριστικά και μελαγχολικό βλέμμα. Ενοικιάζει ένα δωμάτιο σε φτηνό ξενοδοχείο του κέντρου. Φεύγοντας από το δωμάτιο για να μπει στο ασανσέρ το ίδιο βράδυ, συναντά τη Στρέλλα. Του ζητά φωτιά. "Σ' ευχαριστώ, μού έσωσες τη ζωή". "Με λένε Στέλλα, αλλά οι φίλοι μου με φωνάζουν Στρέλλα, λένε πως είμαι λίγο τζαζ". Από τις πρώτες φράσεις η ηρωίδα προσπαθεί να είναι ειλικρινής. Κατά μία έννοια είναι απολύτως ειλικρινής και προσπαθεί να προειδοποιήσει το Γιώργο. Από μια άλλη άποψη μπορεί κανείς να πει ότι κάνει χρήση του ευφημισμού. Ευφημισμός είναι να λες ότι κάποιος σου έσωσε τη ζωή, ενώ απλώς σού έδωσε φωτιά. Ευφημισμός είναι να λες ότι είσαι τρελός. Πάνω από όλα ευφημισμός είναι να συστήνεσαι με γυναικέιο όνομα, ενώ είσαι γεννημένος αγόρι. Όλη της η ταυτότητα βασίζεται στον ευφημισμό.

Δεν είναι όμως χωρίς νόημα ο ευφημισμός αυτός. Ίσως γιατί χρειάστηκε να επιστρατευτεί στη ζωή της Στρέλλας προκειμένου εκείνη να επιβιώσει. Εσωτερικά κυρίως, αλλά και με όρους εξωτερικής πραγματικότητας. Σε αυτήν την ταινία η εξωτερική πραγματικότητα αποτελεί τον καμβά, πάνω στον οποίο θα κεντηθούν τα τραύματα, οι επαναλήψεις, οι κρυφοί πόθοι και κυρίως τα όνειρα της Στρέλλας, του Γιώργου και του ανυποψίαστου θεατή. Όποιος σταθεί μόνο στην περιγραφική του φιλμ, κινδυνεύει να δει την κορνίζα ενός πίνακα και όχι το ίδιο το περιεχόμενο.

Την επόμενη μέρα η Στρέλλα και ο Γιώργος ξανασυναντιούνται στο διάδρομο. Η Στρέλλα τον προσκαλεί στο δωμάτιό της για ουίσκυ. Εκείνος πηγαίνει. Έχει ερωτική διάθεση απέναντί της, παρότι τον ενημερώνει ότι δεν έχει χειρουργηθεί ακόμη, παρόλο που το πλούσιο στήθος της είναι προϊόν επέμβασης πλαστικής. Η Στρέλλα είναι διστακτική στο να ενδώσει και να τον φιλήσει, αλλά τελικά ενδίδει και ακολουθεί η σκηνή της σεξουαλικής συνάντησης, όπου όρθιοι στο παράθυρο, η Στρέλλα μπροστά και ο Γιώργος πίσω της βιώνουν την ένταση του παρελθόντος τους που εκτονώνεται στο τώρα. Στα μάτια μας είναι μια σκηνή συνάντησης ενός άντρα με μια γυναίκα, παρά τη γνώση που έχουμε νοητικά περί του αντιθέτου.

Η 25χρονη Στρέλλα ζει την καθημερινότητά της, στην οποία είμαστε μάρτυρες, με τα ραντεβού που κλείνει με πελάτες για να ζει, το παλιό οίκημα στο Γκάζι στο οποίο μένει, τον ομοφυλόφιλο κολλητό της και τη σχέση τους, τη γηραιά τρανσέξουαλ φίλη της που αργοπεθαίνει από καρκίνο και προετοιμάζει την κηδεία της εν μέσω εφαρμογής patch μορφίνης και αναμνήσεων από το παρελθόν. Ο Γιώργος μπαίνει στη ζωή της με φυσικότητα και μας δίδεται η εικόνα ενός ζευγαριού.

Ο Γιώργος επιστρέφει για λίγο στο χωριό του για να ρυθμίσει την πώληση του σπιτιού του και παράλληλα αναζητά τον γιο του στην Αθήνα, τον οποίο έχει να δει από τότε που μπήκε στη φυλακή, 14 χρόνια νωρίτερα. Στη Στρέλλα έχει πει ότι είναι ναυτικός. Βλέπει ένα όνειρο, στο οποίο ένας σκίουρος ανεβαίνει σε ένα κλαδί και χαρούμενος βλέπει στο βάθος το δάσος και το ξημέρωμα.

Το ζευγάρι δένεται και η ταινία φτάνει στο μέσο της, σε ένα είδος κορύφωσης τη στιγμή που η Στρέλλα βγαίνει από το μπάνιο, η μουσική του Μιχάλη Δέλτα μάς μεταδίδει πλήθος συναισθημάτων σε μορφή παλέτας, όπως τα χρώματα της λάμπας που έφτιαξε ο Γιώργος για τη Στρέλλα. Τότε ο Γιώργος λέει στη Στρέλλα να πετάξει την πετσέτα που την καλύπτει και να έρθει κοντά του. Εκείνη διστάζει, όπως τότε που γνωρίστηκαν, αλλά ενδίδει στην προτροπή και τη σιγουριά της φωνής του Γιώργου και αγκαλιάζονται. Σε μια σκηνή αφοπλιστικού ρεαλισμού γινόμαστε μάρτυρες της έλξης των δύο σωμάτων με τα δύο αντρικά μόρια να βρίσκονται το ένα ενώπιον του άλλου,με τα προκαλύμματα πλέον να είναι περιττά. Ο Γιώργος αποδέχεται τη Στρέλλα γι'αυτό που είναι, αλλά κυρίως τον εαυτό του, θα έλεγε κανείς με ένα πιο αντικειμενικό, ψυχρά ερμηνευτικό βλέμμα.

Από εκεί και μετά ακολουθεί ο κατήφορος. Θαρρείς η ύβρις που διαπράχθηκε να πρέπει να ξεπληρωθεί. Η ευτυχία δεν είναι ποτέ χωρίς κόστος και κυρίως χωρίς την προϋπόθεση απωλειών. Ο Γιώργος μαθαίνει από το ταξίδι του στο χωριό για την τελική συμφωνία πώλησης του σπιτιού ότι υπάρχει η φήμη πως ο γιος του εκδίδεται στη Συγγρού και είναι τραβεστί.

Στην Αθήνα ρωτά τη Στρέλλα πού μεγάλωσε. Ο θεατής βρίσκεται στο παράλληλο σύμπαν των σκέψεων, των συναισθημάτων και των δικών του φαντασιώσεων. Η Στρέλλα είναι όμως πιο μπροστά από όλα αυτά. Είναι πιο μπροστά από τον καθηλωμένο θεατή και βεβαίως από το Γιώργο, που έζησε στο ψυγείο της ζωής ως φυλακισμένος ενώ εκείνη μεταμορφωνόταν σε αυτό που είναι σήμερα. Τρώγοντας γαριδάκια και άλλα πρόχειρα φαγητά από το δικό της ψυγείο, διηγείται την ιστορία της. Μεγάλωσε στο χωριό. Ο πατέρας της ήταν μέθυσος. Η μητέρα της πέθανε όταν εκείνη ήταν 5 ετών. Μια μέρα, όταν ήταν 9 χρονών, ο πατέρας της τον έπιασε (ως μικρό αγόρι τότε) να χαϊδεύεται με τον 17χρονο ξάδερφο. Ο πατέρας έβαλε τις φωνές, άρχισε να χτυπάει με λύσσα τον ξάδερφο και τελικά τού έλιωσε το κεφάλι με ένα σιδερένιο λοστό. Μετά τη φυλάκιση του πατέρα, η Στρέλλα έμεινε με τη γιαγιά της ώσπου εκείνη πέθανε, και σε ηλικία 13 χρονών έφυγε για την Αθήνα. Ένας ψυχίατρος θα διέκρινε την αμβλύτητα του συναισθήματος της Στρέλλας καθώς τα διηγείται όλα αυτά, σαν να διηγείται κάτι το τελείως αδιάφορο, σαν όλα αυτά να αφορούν κάποιον άλλο.

Ο Γιώργος ουρλιάζει απελπισμένος: ''Καταλαβαίνεις τί κάναμε''; Η Στρέλλα παραμένει ψύχραιμη: "Αφού δεν το ξέραμε". Οι μηχανισμοί αντοχής που έχει αναπτύξει είναι δοκιμασμένοι άλλωστε από τα όσα έχουν ήδη συμβεί στο παρελθόν, είτε τα γνωρίζουμε είτε τα υποθέτουμε.

Αργότερα τα κουτιά που ανοίγουν υπό μορφή αποκαλύψεων γίνονται περισσότερα. Η Στρέλλα γνώριζε πότε αποφυλακίζεται ο Γιώργος και τον περίμενε έξω από τη φυλακή. Τον ακολούθησε. Νοίκιασε δωμάτιο στο ίδιο ξενοδοχείο με αυτόν. Δεν είχε προγραμματίσει όσα ακολούθησαν, ήθελε μόνο να τον δει και να είναι για λίγο κοντά του. Έχουμε πλέον καταλήξει στην άβυσσο. Το αδιέξοδο βιώνεται με όλους τους πιθανούς τρόπους. Η Στρέλλα είναι απαθής και συζητά τα γεγονότα με τη μεγάλη σε ηλικία τρανσέξουαλ φίλη της, η οποία είναι σε προθανάτια κατάσταση. Ναι, το αδιέξοδο μπορεί να αντιμετωπιστεί και με τη μόνωση. Από τα πολλά χτυπήματα άλλωστε το δέρμα γίνεται παχύτερο και αδιαπέραστο. Γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο με την ψυχική λειτουργία λοιπόν;

Ο Γιώργος πηγαίνει στο χωριό. Για κάποιο λόγο μού έρχονται στο νου σκηνές από την ταινία "Μάθε παιδί μου γράμματα", μια ταινία που αναφέρεται γεωγραφικά στην ίδια περίπου περιοχή με το χωριό του Γιώργου και της Στρέλλας και με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο πραγματεύεται το θέμα της διαφοράς των γενεών, των φύλων και της υποκρισίας του σχετίζεσθαι. Στο εγκαταλελειμμένο σπίτι ο χρόνος έχει σταματήσει 14 χρόνια πριν. Ο Γιώργος μέσα σε αυτό. Το σπίτι αποτελεί το σύμβολο του ψυχισμού του Γιώργου. Η ζωή του σταμάτησε τότε. Οι αναμνήσεις του πάγωσαν εκεί. Ο ίδιος είναι άδειος και εγκαταλελειμμένος, όπως και το σπίτι. Με μανία αρχίζει να χτυπάει τους άδειους τοίχους, να φωνάζει. Αρπάζει ένα λοστό και χτυπάει με μένος ό,τι βρίσκει μπροστά του: Το πάτωμα, τον τοίχο, τα σαπισμένα έπιπλα, το τζάκι. Πράξη εξωτερίκευσης αυτού που συμβαίνει μέσα του. Πράξη επανάληψης των γεγονότων στον ίδιο χώρο πολλά χρόνια μετά. Άνοιγμα της πληγής. Κλείσιμο της φαντασίωσης. Τιμωρία. Κάθαρση. Εκδραμάτιση.

Και τα ερωτήματα εύλογα. Η Στρέλλα γιατί τα έκανε όλα αυτά; Η θνήσκουσα φίλη είναι απόλυτη: για να τον εκδικηθεί. Η φίλη αυτή έχει πολλαπλές σημασίες ως χαρακτήρας. Είναι η ίδια η Στρέλλα κατά μία έννοια, σε μια ωριμότερη, πιο σοφή εκδοχή. Είναι η φωνή της σοφίας, του ανθρώπου που έχει ζήσει και τώρα αντιμετωπίζει το θάνατο, ένα είδος τρανσέξουαλ Νέστορα. Είναι η μητέρα της Στρέλλας, αυτή που η ηρωίδα δεν μπόρεσε να φροντίσει γιατί ήταν μόλις 5 χρονών όταν πέθανε, αυτή που δεν πρόλαβε να αποχωριστεί και αυτή με την οποία μάταια αποπειράται να ταυτιστεί. Η τρανσέξουαλ μητέρα είναι ακριβώς ίδια με τη μητέρα της Στρέλλας, ίδια σε όλα αυτή τη φορά όμως.

Ναι, για να τον εκδικηθεί. Οπωσδήποτε για να τον εκδικηθεί. Αφού ο Γιώργος τής στέρησε την ελευθερία να διαχειριστεί το σώμα της όπως εκείνη ήθελε. Την κατέστησε μάρτυρα φόνου στα 9 της χρόνια. Της στέρησε τον πατέρα της - εαυτό του - με το να καταλήξει στη φυλακή. Της στέρησε τον αγαπημένο ξάδελφο. Την άφησε να μεγαλώσει με τη γριά γιαγιά της πίσω στο χωριό. Προφανείς εξηγήσεις, τις οποίες δεν δίνουν μασημένες οι δημιουργοί της ταινίας και μάς επιτρέπουν να τις σκεφτούμε μόνοι. Κανείς δεν τις αμφισβητεί, ούτε η ίδια η Στρέλλα.

Είναι όμως μόνο αυτό; Είμαστε ήδη μάρτυρες, πολύ βαθύτερα από το επίπεδο της κλειδαρότρυπας. Νιώσαμε τα συναισθήματα μέχρι το μέσο της ταινίας. Αν τολμήσουμε να πλεύσουμε μαζί της και να μην αντισταθούμε, διαπιστώνουμε ότι δεν μπορεί να εξαπατηθήκαμε. Η Στρέλλα ήθελε να αποκτήσει τον πατέρα. Να συγχωνευτεί. Να τον σαγηνεύσει. Να τον κερδίσει. Σε πιο πρωτόγονο επίπεδο ο ερωτισμός και η ακατανίκητη έλξη που διαπερνούν τα φράγματα των συμβάσεων του πολιτισμού, της αιμομιξίας, των φύλων, νίκησαν. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι πρόκειται για τη συνάντηση ενός δολοφόνου με κάποιον που απαρνείται το φύλο του. Δυο ανθρώπων δηλαδή, οι οποίοι έχουν αποδείξει ότι μπορούν να κινηθούν εκτός πλαισίου. Το σμπαραλιασμένο οιδιπόδειο της Στρέλλας (ανεστραμμένο - κατεστραμμένο - διεστραμμένο) είναι μόνο ο ένας άξονας. Γιατί ο άλλος είναι το οιδιπόδειο του Γιώργου, εξίσου ισότιμο σε αυτή τη σχέση.

Έχουμε νομοτελειακά αγγίξει τον πυρήνα της ταυτότητας της Στρέλλας. Εκεί όπου το μίσος (εκδίκηση) και η ακατέργαστη αγάπη (αιμομικτικό πάθος) μπορούν να συνυπάρχουν. Η Στρέλλα είναι άντρας. Έχει πέος. Δεν γνωρίζουμε τί την εμπόδισε να προχωρήσει στην επέμβαση, πέραν υποθέσεων που μπορούμε να κάνουμε για οικονομικά ζητήματα. Γεγονός παραμένει ότι δεν έχει εγκαταλείψει εντελώς τα κομμάτια της παλιάς της ταυτότητας. Εξωτερικά όμως είναι γυναίκα. Έχει μακριά μαλλιά, γυναικείο όνομα, ρούχα και συμπεριφορά. Η διττή φύση της απευθύνεται στη μητέρα της, στις γυναίκες και τον εαυτό της. Είναι σαν τη μητέρα της. Γυναίκα όπως εκείνη, σε μια μάταιη απόπειρα για ταύτιση μαζί της, φαίνεται να ακολουθεί και να ολοκληρώνει τον άξονα μίμηση-ενσωμάτωση-ενδοβολή. Μια αλληλουχία διεργασιών που δείχνουν τη βαθια αγάπη για τη μητέρα,τις γυναίκες και τον εαυτό της ως εικόνα αυτών. Δεν είναι όμως ακριβώς όπως η μητέρα. Η Στρέλλα είναι αγόρι και η εικόνα της είναι μιας καρικατούρας γυναίκας. Μια εικόνα που φανερώνει μίσος, γελοιοποίηση και επιθυμία για καταστροφή του αντικειμένου αγάπης, αλλά και του ίδιου του εαυτού. Είναι χαρακτηριστικό το όνομα που έχει το κλαμπ - στέκι των τρανσέξουαλ, στο οποίο κάνει drag show η Στρέλλα ως Μαρία Κάλλας, το οποίο ονομάζεται "Κούκλες". Κούκλα είναι η πολύ όμορφη γυναίκα, είναι όμως και η ψεύτικη. Αυτή η βαθιά σχιζοειδής θέση συνύπαρξης αγάπης/μίσους, που αφορά το Είναι της Στρέλλας, αδιόρατα αγγίζει και το θεατή, ο οποίος ασυναίσθητα βιώνει την αντιθετικότητα αυτών των πόλων και τη συγκατοίκησή τους στο ίδιο δευτερόλεπτο.

Ο αδικημένος ήρωας είναι ο Γιώργος. Τα φώτα της ταινίας πέφτουν στη Στρέλλα, ήδη από τον τίτλο της ταινίας. Ο Γιώργος όμως είναι ίσως για κάποιους ο βασικός ήρωας. Τί ωθεί έναν πατέρα να σκοτώσει με αυτόν τον τρόπο τον ανιψιό του που παρενοχλεί σεξουαλικά τον ανήλικο γιο του; Τι τον ελκύει σε μια γυναίκα που από μέσα είναι στην πραγματικότητα άντρας; Και ακόμα περισσότερο, πώς δεν είδε στην 25χρονη Στρέλλα τον 9χρονο γιο του; Ο Γιώργος είναι εξίσου συνένοχος, όσο και τραγικός ήρωας με τη Στρέλλα σε αυτή τη συνάντηση. Η ταινία περιέχει όλα τα συστατικά της τραγωδίας: μύθο, πάθος, περιπέτεια. Θα μου επιτραπεί να πω: και αναγνώριση.

Ο Γιώργος, αυτός ο άντρας-πατέρας, δεν αποκαλύπτεται τόσο εύκολα. Ουσιαστικά τον γνωρίζουμε εσωτερικά μέσα από τη Στρέλλα, την οποία ο ίδιος ο Γιώργος ως ήρωας, ο σκηνοθέτης αλλά και εμείς ως θεατές χρησιμοποιούμε για να δούμε μέσα του. Ο Γιώργος είναι ήδη αλκοολικός από τα πρώτα παιδικά χρόνια του γιου του, ενώ είναι παντρεμένος. Η φυγή στο αλκοόλ είναι μια ισχυρή ένδειξη του τί συμβαίνει εντός του, το πώς επιλέγει να το αντιμετωπίσει και του τί μηνύματα εκπέμπει στο περιβάλλον του. Ο θάνατος της γυναίκας του τον αφήνει μόνο με το γιο του. Ο γιος του με το να εμπλακεί σεξουαλικά με τον ξάδελφό του ενδεχομένως να θέλει να αποκτήσει τον πατέρα, αλλά και να ταυτιστεί μαζί του. Να ταυτιστεί διατηρώντας το φύλο του (η Στρέλλα είναι ακόμα 9χρονο αγόρι), αλλά ίσως να έχει αντιληφθεί ασυνείδητα τις πραγματικές προτιμήσεις του Γιώργου, προτού τις αντιληφθεί συνειδητά καν ο ίδιος. Ο Γιώργος βλέποντας το θέαμα είδε κάτι πολύ προσωπικό του. Η μανία του φόνου με τα επαναλαμβανόμενα χτυπήματα του λοστού στο κεφάλι του ανιψιού του δείχνει την ένταση που ανεξέλεγτα εκφράστηκε με έναν τέτοιο τρόπο. Η έλξη από μια τρανσέξουαλ μετά από 14 χρόνια συγκατοίκησης στη φυλακή με άντρες αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη συνέχεια αυτής της πορείας. Ο Γιώργος βρίσκεται ένα βήμα εγγύτερα στη βαθύτερή του ανάγκη. Το γεγονός ότι αυτή η τρανσέξουαλ είναι ο γιος του, φαίνεται να περιπλέκει την κατάσταση, αλλά την εξηγεί παράλληλα.

Όταν ο Γιώργος βλέπει το γιο του να ''χαϊδεύεται'' με τον ανιψιό του, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για ολοκληρωμένη συνουσία, δεν βλέπει απλώς τη διαδραμάτιση της δικής του ασυνείδητης ομοφυλοφιλίας, αλλά και την επιθυμία αυτή να εκπληρωθεί με το ίδιο του το παιδί. Είναι το δικό του μερίδιο σε αυτό το οιδιποδειακό σύμπλεγμα, ήδη από τότε. Και αποτελεί τραγική ειρωνία το γεγονός ότι προκειμένου να το καταπνίξει προέβη σε φόνο, μια πράξη που τελικά οδήγησε στην εκπλήρωσή του χρόνια αργότερα.

Η ταινία οδηγείται προς το τέλος της με το θάνατο της μητέρας του κολλητού φίλου της Στρέλλας, αποτέλεσμα του οποίου είναι η έλευση στο σπίτι της Στρέλλας του "μωρού'', της μικρής αδελφής του φίλου αυτού, τώρα που δεν υπαρχει μητέρα. Η Στρέλλα δε δείχνει να συμπαθεί αυτό το μωρό - αληθινή γυναίκα ιδιαιτέρως, αν και διαπιστώνουμε ότι το φροντίζει. Μετά από διάστημα εβδομάδων τελικά ο Γιώργος και η Στρέλλα συζητούν, σε ένα δύσκολο και επίπονο διάλογο και μετά από κάποιες σκηνές που αναφέρονται στο εγγύς μέλλον, υπονοώντας ότι διαχειρίστηκαν όσο είναι δυνατόν αυτά που συνέβησαν, βρισκόμαστε στο σπίτι της Στρέλλας την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Μετά από αυτή την τροχιά που διέγραψαν οι χαρακτήρες της ταινίας σε επίπεδο δυαδικής συνάντησης όσο και διαχρονικής προσωπικής διαδρομής, μάς προτείνεται ένα τέλος, που κάποιοι αβίαστα ίσως χαρακτηρίσουν happy end. Και μπορεί να είναι κι έτσι. Ο Γιώργος αφήνεται να εννοηθεί ότι έχει συνάψει σχέση με κάποιον άντρα, η Στρέλλα φαίνεται χαρούμενη και στο σπίτι βρίσκονται οι βασικοί φίλοι και το μωρό που κοιμάται. Ο Γιώργος παρατηρεί με εγκαρδιότητα το μικρό κορίτσι στο υπνοδωμάτιο. Ο παλιός χρόνος φεύγει, έρχεται ο καινούριος, και ο Γιώργος κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Με ένα zoom-out η εικόνα του κτιρίου με το Γιώργο στο παράθυρο γίνεται το φόντο, το οποίο κοιτάζει ο σκίουρος από το όνειρο του Γιώργου. Ο Γιώργος κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Είναι ευτυχισμένος.

Παρέλειψα επιμελώς να πω ότι μετά τη σκηνή που ο Γιώργος καταστρέφει ό,τι απέμεινε από το παλιό του σπίτι, βρίσκει στο πατάρι ένα παλιό viewmaster, το οποίο έχει μέσα την εικόνα του ονείρου, με ένα σκίουρο σε ένα κλαδί μπροστά στο δάσος. Το όνειρο, λοιπόν, προέρχεται από την παιδική ηλικία του Γιώργου, τότε που ήταν ευτυχισμένος. Το έξωθεν ομολογούμενο happy end δεν είναι κάτι άλλο από την ολοκλήρωση της διεργασίας του πένθους και της συμφιλίωσης.

Αυτό που απουσιάζει από την ταινία είναι οι γυναίκες. Πρόκειται για μια βαθιά ανδρική ταινία. Η θεματολογία με τα ομοφυλοφιλικά στοιχεία και τις τρανσέξουαλ δεν είναι παρά στρεβλώσεις, προκειμένου να πάρουν μορφή πράγματα που διαφορετικά ίσως ήταν αδύνατο να ειπωθούν, πέραν της προφανούς προσπάθειας εξοικείωσης του κοινού με την εικόνα μιας τρανσέξουαλ που είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Όπως στα όνειρα πολλά πράγματα σημαίνουν κάτι άλλο και πολλές φορές τα αντίθετά τους, έτσι και στην τέχνη τα μηνύματα μπορεί να μεταδίδονται με διαφορετικούς τρόπους. Οι γυναίκες πεθαίνουν ή έχουν ήδη πεθάνει στην ταινία. Νεκρές είναι η μητέρα της Στρέλλας και η γιαγιά της, η οποία τη μεγάλωσε. Κατά τη διάρκεια της ταινίας πεθαίνει η καρκινοπαθής τρανσέξουαλ φίλη και η μητέρα του κολλητού φίλου. Οι ήρωές μας αφήνονται στο να μας περιγράψουν πώς βίωσαν και τελικά διαχειρίστηκαν τις απώλειες αυτές. Η Στρέλλα γίνεται η ίδια γυναίκα και ο Γιώργος στρέφεται στους άντρες. Δεν υπονοείται ότι οι πράξεις αυτές είναι απόρροια των απωλειών, αλλά είναι γεγονός ότι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ακολουθία γεγονότων, σε συνδυασμό με όσα περιγράφησαν παραπάνω, στο πλαίσιο των περίπλοκων δυναμικών, τόσο των εσωτερικών, όσο και των σχέσεων.

Η σεξουαλική συνάντηση Στρέλλας - Γιώργου, εκτός της αμοιβαίας επιθυμίας οιδιποδειακής ένωσης εμπεριέχει στοιχεία επανάληψης - προσπάθειας επανόρθωσης. Με τη συνάντηση αυτή ο Γιώργος και η Στρέλλα βιώνουν σε πραγματικό επίπεδο αυτό που και οι δύο θέλησαν κάποτε. Και οι δύο τιμωρήθηκαν νωρίτερα και προκαταβολικά γι΄ αυτήν τους την επιθυμία, οπότε ενδεχομένως να έκαναν κάτι για το οποίο ούτως ή άλλως είχαν ήδη πληρώσει. Σε ένα βαθμό παραμένουν στάσιμοι σε εκείνη τη χρονική στιγμή. Με το να το επαναλάβουν, το ξαναζούν. Υπό μια άλλη διάσταση, πρόκειται για μια (παθολογική) προσπάθεια επανόρθωσης. Ζώντας τη δική τους επαφή, γυρίζουν το χρόνο πίσω στη στιγμή που με την παρουσία του ξαδέλφου της Στρέλλας βρέθηκαν παρόντες στη σεξουαλική πράξη, αλλά και στην πράξη του φόνου. Η επανόρθωση όμως ενδεχομένως να σχετίζεται με πρωιμότερα στάδια και να έχει στόχο την ανάσταση της νεκρής μητέρας. Η Στρέλλα έγινε η ίδια η μητέρα της. Με το να συνευρεθεί σεξουαλικά με το Γιώργο, η μητέρα της βρίσκεται εκείνη τη στιγμή σεξουαλικά με το Γιώργο. Και φυσικά αυτό είναι κάτι στο οποίο ο Γιώργος συναινεί.

Με αυτόν τον τρόπο ίσως να επιχειρήθηκε να βρεθεί μια διέξοδος στο να γίνουν δεκτές οι διάφορες απώλειες, το πένθος αυτών των ανδρών, που δεν εκφράστηκε ποτέ: Ο θάνατος της μητέρας της Στρέλλας, συζύγου του Γιώργου, η ανδρική πλευρά της Στρέλλας, η ελευθερία του Γιώργου αφού φυλακίστηκε, το βάρος του φόνου, η ομοφυλοφιλία του Γιώργου. Ο Γιώργος είναι μια αρσενική Ιοκάστη,ως εκπρόσωπος της προηγούμενης γενιάς, αλλά εκείνος αντιδρά στην αποκάλυψη, ως έκπληκτος Οιδίποδας. Η Στρέλλα είναι ένας θηλυκός (ή μάλλον τρανσέξουαλ) Οιδίποδας ως τέκνο του Γιώργου, αλλά εκείνη τον σαγήνευσε και υποβίβασε τη σημασία του γεγονότος, όπως η Ιοκάστη στον Οιδίποδα του Σοφοκλή, η οποία λέει ότι είναι συνηθισμένο να ονειρεύεται κανείς ότι συνουσιάζεται με τη μητέρα του.

Η ταινία, παρά τη θεματική της δεν είναι τύπου Αλμοδόβαρ. Ο Γιώργος δεν είναι ο Κορεάτης Old Boy, αλλά ούτε Πολίτης Κέϊν με το όνειρο-απωθημένο Rosebud σε μορφή viewmaster με εικόνες σκίουρου. Η Στρέλλα δεν είναι μια παραλλαγή της "Στέλλας" του Κακογιάννη. Η Αθήνα δεν είναι Παρίσι. Εδώ είναι Βαλκάνια, που λέει και το τραγούδι και ευτυχώς ο Πάνος Κούτρας το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Με τον ίδιο τρόπο που η Στρέλλα έφτιαξε ένα φωτιστικό στην ταινία από ένα παλιό πολυέλαιο που βρήκε στα σκουπίδια, ο Πάνος Κούτρας και ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης που συνυπογράφει το σενάριο έφτιαξαν αυτό το έργο χωρίς υψηλούς προϋπολογισμούς και ειδικά εφέ.

Επανερχόμενοι στο τέλος της ταινίας, οι έννοιες που κυριαρχούν είναι αυτές της συμφιλίωσης και της κατανόησης. Η Στρέλλα συμφιλιώνεται με το Γιώργο. Ο Γιώργος με τον εαυτό του. Και οι δύο με τις απώλειές τους. Έχουν κατανοήσει βαθιά ο ένας τον άλλον με αυτόν τον ανείπωτο τρόπο. Η γυναικεία παρουσία επανέρχεται ως σπόρος με τη μορφή του μωρού - κοριτσιού στο σπίτι της Στρέλλας. Μόνο τότε είναι δυνατό να ξαναχωρέσει η γυναικεία παρουσία, από την αρχή πλέον.

Και εμείς, έχοντας ζήσει 2 ώρες με μια τρανσέξουαλ πόρνη, έναν πρώην φυλακισμένο, ένα δολοφόνο, ένα ορφανό αγόρι, μια μη εξωραϊσμένη Αθήνα, δυο αιμομίκτες ομοφυλόφιλους, τη φωνή της Μαρίας Κάλλας, κάτι αμήχανους φίλους, μια ετοιμοθάνατη καρκινοπαθή; Τί σχέση έχουμε με τα απαγορευμένα τους όνειρα, τις απώλειες, τις επαναλήψεις, τα τραύματα, τα λάθη, τις ματαιώσεις, τη συμφιλίωση; Συγγνώμη, αλλά αν δεν κατανοήσαμε ότι εμείς είμαστε ίδιοι με όλα αυτά τα πρόσωπα και ότι μάς συνδέουν τα ίδια βαθιά πανανθρώπινα υπαρξιακά θεμέλια, καλό θα ήταν να (ξανα)δούμε την ταινία υπό αυτή τη σκοπιά, με βαθιά αναπνοή και περισσότερο θάρρος.

Σκηνή από την ταινία. Η Στρέλλα κρεμάει τον πολυέλαιο που βρήκε στα σκουπίδια και έφτιαξε.



Σφηνάκι: Fatiguée d'attendre.

...για αυτούς που κουράστηκαν να περιμένουν. Για το διψασμένο χώμα - στόμα ανοιχτό στην πρώτη ψιχάλα. Για τη μουσική που διψά να ακούγεται όπως παλιά και όχι να επενδύεται με εικόνες. Νανούρισμα στη βροχερή νύχτα. Αν η κούραση της αναμονής είναι ανυπόφορη κυρίως από αδημονία, παρά από πραγματική απογοήτευση, η Patricia Kaas μπορεί και την αποδίδει ρέουσα, μεταβολισμένη στο ανθρώπινο μέτρο. Στα αγγλικά θα χρειαζόταν μόνο μια λέξη για να περιγραφεί: Mending...

 


Live εκτέλεση με την Kaas να διαχέει τη γυναικεία της υπόσταση σε ώσεις.