Από τα Τζουμέρκα με αγάπη.


Ήταν ένα κρύο πρωινό κάποιου περασμένου Νοέμβρη, όταν ο Κουλτουριάρης Κρητικός κατέφθασε για πρώτη φορά στη ζωή του στα βουνά των Τζουμέρκων, στην ορεινή Ήπειρο. Είχε αναλάβει το βαρύ καθήκον, όπως και αρκετοί άλλοι μικροί γιατροί άλλωστε, να περιθάλψει για 12 μήνες ένα μικρό κομμάτι πληθυσμού, που επέμενε να ζει στη φύση και δεν είχε προτιμήσει να αυτοφυλακιστεί στα κατά τα άλλα ωραιότατα μπετονένια κουτιά, που υπάρχουν σε αυτό που λέμε πόλεις.

Υπό το όχι και τόσο άγρυπνο βλέμμα του θα είχε 3 χωριουδάκια, εκ των οποίων το τρίτο έμοιαζε και με το στρουμφοχωριό καθώς είχε την πλατεΐτσα του και τους γλυκούς του υπερήλικες κατοίκους, που έμοιαζαν να έχουν μέγεθος ελαφρώς μικρότερο από το φυσιολογικό, θες από τα γηρατειά και τις ταλαιπωρίες, θες από τη μεγαλειότητα της κοιλάδας του Αράχθου, που έκανε τα πράγματα και τους ανθρώπους να παίρνουν αυτό που θα λέγαμε, υπό άλλες συνθήκες, κανονικές διαστάσεις.

Τα άλλα χωριουδάκια, πλην των τριών παραπάνω, είχαν άλλους γιατρούληδες να τα φυλάνε, και όλοι μαζί ανήκαν στο Κέντρο Υγείας του μεγαλύτερου χωριού, κάτω από την εντυπωσιακή και πάντα χιονισμένη μυτερή βουνοκορφή με το αξέχαστο όνομα «Στρογγούλα». Εκεί εφημέρευαν, μήπως τύχαινε κάτι έκτακτο, αγναντεύοντας τη Στρογγούλα και το μεγάλο χωριό, στο κυριλέ κτίριο με την ευτυχώς τέλεια θέρμανση που φρόντισε η χρήσιμη για τον δουλευταρά λαό μας Ευρωπαϊκή Ένωση να χτίσει, αν και ξέχασε να το εξοπλίσει και με κανα μηχάνημα.

Βέβαια, όλοι αυτοί οι εκνευριστικά νέοι σε ηλικία γιατροί έμεναν στην πρωτεύουσα του νομού, για να μπορούν να παρακολουθούν τις επιστημονικές εξελίξεις στα μπαρ και τα εστιατόρια της πόλης και να προστατευθούν από εργασιακή κατάθλιψη, κάτι που θα στοίχιζε μετά ακόμα περισσότερα λεφτά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τότε τα μηχανήματα του Κέντρου Υγείας θα ήταν πιο μακριά και από τις παγόδες του Τόκιο, που μοιάζουν κάπως και με τη Στρογγούλα τώρα που το σκέφτομαι.

Μεταξύ των ανθρώπων που έμελλε να γνωριστούν, να συνεργαστούν και να μοιραστούν ένα χρόνο από τη ζωή τους ήταν η Κοκκινομάλα, ο Ράμπο-Φώφης, το Πεγκουλίνιο, ο Ακαδημαϊκός Καπνιστής, ο Τσαντίλας, ο Γκουρμέ Τύπος, ο Άντρας ο Σωστός και η Πάττυ Σμιθ. Αργότερα κατέφθασε και η Ομοιοπαθητικός. Φυσικά πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι δυο οδηγοί των ασθενοφόρων του μεγάλου χωριού, ο Σπορτ Μπίλυ και ο Ελεκτρόνικ, των οποίων η παρέα και παρουσία ήταν καταλυτική – αλλιώς δε θα λειτουργούσε τίποτα εκεί μέσα, και ιδίως η συνδρομητική τηλεόραση, η οποία αν δεν έσωσε ζωές, τουλάχιστον απέτρεψε νευρικούς κλονισμούς λόγω υπερβολικής ησυχίας.

Ο Κουλτουριάρης Κρητικός είχε γνωριστεί τηλεφωνικά με την Πάττυ Σμιθ προτού πατήσει το καλομαθημένο πόδι του στις κακοτράχαλες πλαγιές, η οποία τον περίμενε με το Πεγκουλίνιο για να τον ξεναγήσουν στις εγκαταστάσεις, κάτι που κράτησε περίπου 45 δευτερόλεπτα. Μετά από ένα σύντομο σοκ και την επιστράτευση μιας άνευ λόγου αισιοδοξίας, ο Κουλτουριάρης της Μεγαλοννήσου θυμήθηκε ότι έχει ένα κολλητό από το στρατό, τον επονομαζόμενο και Αριστερότατο, στο διπλανό κέντρο υγείας, του διπλανού νομού, και σκέφτηκε ότι αφού αντέχει εκείνος, θα αντέξει και αυτός.

Το πρώτο βράδυ σημαδεύτηκε από τη βραδινή έξοδο όλου αυτού του μαζώματος ανθρώπων, στην πόλη εννοείται, με το διευθυντή να αποδεικνύει ότι η ηλικία είναι μια σχετική έννοια, ότι όλα είναι στο μυαλό και άλλες γνωστές ρήσεις, εκ των οποίων όμως το 97% είναι ακατάλληλες προς δημοσίευση. Το παραδοσιακό ποτό της περιοχής, το ουίσκυ, έρεε άθφονο, θεραπεύοντας από πονοδόντους μέχρι ερωτικές απογοητεύσεις, κι έτσι ήρθαν όλοι πιο κοντά.

Η Πάττυ Σμιθ αποκαλείτο από τον προϊστάμενο διευθυντή Πέγκυ, αφού έτσι είχε λαναθασμένα καταλάβει το όνομά της την πρώτη φορά που συστήθηκαν, κάτι που η Πάττυ Σμιθ ποτέ δε διέψευσε, άγνωστο γιατί. Όταν μετά από κάποιο καιρό διορίστηκε το Πεγκουλίνιο, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι Νιάου Καρδιολόγος, ο διευθυντής την αποκάλεσε επίσης Πέγκυ, είτε λόγω της ομοιότητάς της με τη συνάδελφο Πάττυ Σμιθ (η μία ξανθιά, η άλλη μελαχρινή εν τω μεταξύ), είτε για δικούς του λόγους που δεν είχαν την ευκαιρία να διερευνήσουν στη σύντομη και πραγματικά καθόλου χορταστική γνωριμία τους. Για να έχουν πάντως το κεφάλι τους ήσυχο και να μην μπερδεύονται, αλλά και για να σεβαστούν τις διαταγές του διευθυντή, η Νιάου Καρδιολόγος από εκεί και μετά άκουγε στο όνομα «Πεγκουλίνι» για να ξεχωρίζει από το μεγαλύτερο συναδερφάκι της Πέγκυ. Εδώ θα αναφέρεται ως Πεγκουλίνιο, γιατί και καλά η ιστορία μας είναι φανταστική, αλλά και γιατί θέλω να πετάω και καμιά καθαρεύουσα για πάρτη μου.

Η Κοκκινομάλα προσελήφθη λίγο μετά τον Κουλτουριάρη, ο οποίος είχε τη χαρά να της κάνει το γύρο των 45 δευτερολέπτων στο Κέντρο Υγείας και να της δείξει πού θα εξασκήσει τις απύθμενες γνώσεις και δεξιότητες που κουβάλησε μαζί με τη συλλογή των δαχτυλιδιών της, των φουλαριών και των 956 ζευγαριών παπουτσιών της. Λόγω του ότι ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη και της είχε ξυπνήσει το μητρικό ένστικτο, αυτοανακηρύχθηκε «Μαμά» του αγαθοεργούς κέντρου, κάτι που έγινε δεκτό με ανάμικτα συναισθήματα από το κοινό των αγροτογιατρών καθώς οι μισοί τη συμπαθούσαν και οι μισοί όχι, οπότε οι πρώτοι την έβλεπαν σαν Παναγία με ντύσιμο haute couture και οι δεύτεροι σαν τη Μήδεια.

Ο Ράμπο-Φώφης, ή σκέτο Ράμπο λόγω της ατρόμητης τάσης του να ράβει ό,τι τραύμα βρισκόταν μπροστά του χωρίς να φοβάται τίποτα, μπέρδευε τον κόσμο, που δεν ήξερε αν το Ράμπο είναι το μικρό και το Φώφης το επώνυμο ή αντίστροφα, οπότε επικράτησε το Ραμποφώφης, για να είναι όλοι σίγουροι ότι δεν θα κάνουν λάθος. Το πρόβλημα είναι ότι τον παίρνουν τηλέφωνο για να του ευχηθούν και του αγίου Ράμπο και του αγίου Φώφη από τότε. Σε ένα μαραθώνιο 3ήμερης εφημερίας με τον Κουλτουριάρη, έπαιξαν το παιχνίδι στρατηγικής Civilization IV στον υπολογιστή, όπου αντάλλαξαν προσωπικότητες: ο Ράμπο ήθελε να χτίζουν βιβλιοθήκες και πανεπιστήμια και ο Κουλτουριάρης ήθελε να κάνουν ντου και να φάνε τους Αιγύπτιους. Ευτυχώς έγινε το δεύτερο και ο Ράμπο πολύ χάρηκε με την εξέλιξη αυτή του παιχνιδιού. Ο Κουλτουριάρης ξεπλήρωσε έτσι τα ράμματα που ο Ράμπο έκανε πολύ συχνά αντί γι’ αυτόν, αφού ο Κουλτουριάρης πίστευε ότι με κάποιον τρόπο οι άνθρωποι γίνονται καλά με το να τους μιλάς.

Ο Ραμποφώφης ήταν συμφοιτητής από παλιά με τον Γκουρμέ Τύπο, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή και έτσι μετά τις σπουδές του στην πρωτεύουσα του μεσανατολικού ελληνικού κράτους, πήρε την ανηφόρα και επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να συναντήσει τους υπόλοιπους, οι οποίοι αντίθετα από αυτόν, πηγαίνοντας εκεί είχαν ξενιτευτεί. Ο Γκουρμέ ήταν επίσης φιλοχείρουργος, όπως ο Ράμπο, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν ότι ήταν λιχούδης και εκτιμούσε το καλό φαγητό, οπότε ήταν ο καλύτερος πελάτης της φημιστής ταβέρνας του μεγάλου χωριού στις εφημερίες του. Επίσης του άρεσε πάρα πολύ να εφημερεύει με τον Κουλτουριάρη, αφού ο τελευταίος δεν άντεχε να βλέπει άλλο Entertainment Channel και το είχε ρίξει στο χρηματιστήριο και τη μαγειρική. Την Καθαρά Δευτέρα την έβγαλαν με καλαμαράκια τηγανητά και ένα πολύ λαχταριστό χταπόδι κοκκινιστό. Το χρηματιστήριο ήταν κλειστό και το Entertainment Channel τούς ενημέρωσε για τα πιο ακριβά διαζύγια στην επίσης λαχταριστή, εκείνη την κρύα ημέρα, πολιτεία της Καλιφόρνιας.

Το χρηματιστήριο αποτέλεσε το σημείο τριβής μεταξύ του Κρητικοκούλτουρου και του Τσαντίλα, αφού ο πρώτος ήθελε να κάνει τον δεύτερο σώνει και ντε πλούσιο και τον έψηνε να επενδύσει στο χρηματιστήριο, πράγμα που εκνεύριζε τον Τσαντίλα, ο οποίος όμως μάλλον θα εκνευριζόταν ούτως ή άλλως. Ο Τσαντίλας και ο Κουλτουριάρης αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο δίδυμο, κάτι σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου και όλοι απολάμβαναν τους διαλόγους τους, εκτός από τους ίδιους. Δέθηκαν ιδιαίτερα όταν ο Κουλτουριάρης αποφάσισε να αδυνατίσει και να γίνει γκόμενος, αφού είχε ψιλογίνει βούβαλος, και πλακώθηκε με τον Τσαντίλα στα γυμναστήρια και τα απογεύματα των εφημεριών έτρεχε γύρω-γύρω από το κέντρο υγείας σαν δορυφόρος. Η γυμναστική και τα μπράτσα κάλμαραν λίγο και τον Τσαντίλα, του οποίου ο στόχος τη χρονιά αυτή ήταν να σταματήσει το κάπνισμα. Αυτό το κατάφερε με τη συμπαράσταση όλων, που δέχτηκαν τα ξεσπάσματα από τα νεύρα του, τα οποία ήταν λίγο λιγότερο ατσάλινα από τη Μερσεντές που έφερνε στο κέντρο υγείας, μπας και καταφέρει να τη χαλάσει και να μπορεί μετά να βρίζει για κάποιο συγκεκριμένο λόγο επιτέλους.

Ο Αριστερότατος από το διπλανό κέντρο υγείας επισκεπτόταν συχνά την πρωτεύουσα του νομού για να προμηθεύεται Calvin Klein πουκάμισα και Burberry μπλουζάκια, με αποτέλεσμα να σκοτώνεται με τον Κουλτουριάρη, που τότε ακόμα φορούσε μάρκες, αφού ή τα είχε δει πρώτος και δεν ήθελε να του τα φάει ο Αριστερότατος, ή τα είχε ήδη σε άλλο χρώμα. Ευτυχώς μετά ο Αριστερότατος είχε τη σχεσούλα του, που τον απασχολούσε και ασχολιόταν με αυτή και με ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, με αποτέλεσμα ο Κουλτουριάρης να ξαναβρεί το φίλο που πάντα γνώριζε και τα εμπορικά καταστήματα της πόλης να γνωρίσουν τον οικονομικό μαρασμό.

Ο Κουλτουροκρητικός νόμιζε ότι έκανε κάποιου είδους οικονομία στο ρουχισμό του καθώς όλο το χειμώνα φορούσε το μεταξύ κόκκινου και πορτοκαλί χρώματος μπουφάν του σκι. Τελικά όμως τα έξοδα δεν τα γλύτωσε και αυτά προήλθαν από το ελλαδογυρισμένο αμάξι του, το οποίο λόγω γεωγραφικών και άλλων ατοπημάτων, ζήτησε επανειλημμένως αλλαγές στα σκασμένα του λάστιχα και κάτι ξεγυρισμένα σέρβις. Αν και υπάρχει η υπόθεση ότι δε φορούσε το μπουφάν του σκι για οικονομία, αλλά για να αυτοξεγελαστεί και να νομίζει ότι δεν βρίσκεται στα Τζουμέρκα, μεταξύ Ιωαννίνων και Άρτας, αλλά στο Bregenz, μεταξύ Αυστρίας και Ελβετίας, κάτι που τελικά δεν έγινε, με αποτέλεσμα μετά από αυτή την αποτυχία να αποφεύγει και τα Τζουμέρκα και το Bregenz.

Η Κοκκινομάλα έτρεφε μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Ακαδημαϊκό Καπνιστή, ο οποίος ήταν σκλάβος του τσιγάρου και της διατριβής του. Η σχέση του Καπνιστή, η πριγκίπισσα του Μονακό, έγινε κολλητή με την Κοκκινομάλα και έβγαιναν πολλάκις για ψώνια, κάνοντας τον Ακαδημαϊκό Καπνιστή να καπνίζει ακόμα περισσότερο, και όλους τους γιατρούληδες να υποχρεώνονται σε αναγκαστικές βραδινές εξόδους, για να μπορούν να φοριούνται τα πρωινά ψώνια των λουσάτων κυριών. Δε γνωρίζουμε αν συναντήθηκαν ποτέ τυχαία με τον Αριστερότατο σε κανένα μαγαζί, αλλά μάλλον όχι, γιατί μια τέτοια συνάντηση θα προκαλούσε κυκλοφοριακή συμφόρηση από τις σακούλες με τα ψώνια μέχρι την έξοδο της Εγνατίας, κι έτσι θα το μαθαίναμε.

Ο Άντρας ο Σωστός ήταν επίσης από την πρωτεύουσα του νομού και παραβιάζοντας τους αμερικανικούς κώδικες των εργασιακών σχέσεων, αποτέλεσε ζευγάρι με την Πάττυ Σμιθ, πράγμα που σήμαινε ότι οι υπόλοιποι τους έβλεπαν ή μια φορά το μήνα όταν μαζεύονταν με τα γάντια του μποξ για να βγάλουν τις εφημερίες του επόμενου μήνα, ή όταν κανονιζόταν σόσιαλ γκάδερινγκ, πράγμα ευτυχώς σχετικά συχνό. Ο Άντρας ο Σωστός πάθαινε οίστρο όταν βρισκόταν σε μεγάλη παρέα και δεν προλάβαινε κανείς άλλος να μιλήσει, ούτε καν ο Κουλτουριάρης, που συνήθως αναλαμβάνει μαρτυρικά αυτόν τον ρόλο.

Το Πεγκουλίνιο ήταν ο χρυσός χορηγός της Vodafone εκείνη τη χρονιά, αφού μιλούσε στην κυριολεξία όλη την ώρα με τον Νασιονάλεν Νεντερλάντεν, τον γκόμενο εις τας Αθήνας, ο οποίος ήταν πιο συμπαθητικός από κοντά, αφού η παρουσία του επέτρεπε στους αγροτογιατρούς να μπορούν να βλέπουν το Πεγκουλίνιο και με τα δυό του αυτιά ελεύθερα. Ο Σπορτ Μπίλυ, ο οδηγός του κέντρου υγείας και γνωστή φίρμα των γύρω βουνών, είχε διαπιστώσει ότι και ο Κουλτουριάρης Κρητικός μιλούσε συνεχώς στα τηλέφωνα από το κρησφύγετό του, το γραφείο του διευθυντή, αλλά η ελαφρώς παρανοϊκού τύπου προσωπικότητα του Κρητικού το άφησε να πέσει κάτω χωρίς να ξέρουμε ακριβώς γιατί. Εικάζεται ότι ήταν λίγο κρυψίνους γιατί φοβόταν το κακό το μάτι, και ακούστηκε χωρίς να διευκρινιστεί, ότι ίσως η άλλη άκρη της γραμμής του δεν ήταν στην Αθήνα, όπως στην περίπτωση του Πεγκουλινίου, αλλά στο alter ego των Τζουμέρκων, στο πολύπαθο Bregenz.

Ο Ελεκτρόνικ, ο έτερος οδηγός με τις εκπληκτικές γνώσεις ηλεκτρονικής μουσικής και βιρτουόζος του κιβωτίου ταχυτήτων του ασθενοφόρου, το οποίο νόμιζε ότι είναι ελικόπτερο, κέρδισε ένα ράφτινγκ στον Άραχθο, που ακόμα εκκρεμεί, από τον Κουλτουριάρη, όταν κάποιο βράδυ μάντεψε πόσες πέρλες φορούσε συνολικά σε λαιμό, αυτιά και χέρια η Κοκκινομάλα. Ήταν 105. Ο Κουλτουριάρης είχε μυηθεί στη γρηγοροβαρκάδα νωρίτερα, όταν Αθηναίοι φίλοι του αποφάσισαν να τον επισκεφτούν στην αβάσταχτη εξορία του και να του φέρουν μπισκότα, τσιγάρα, και άλλα πράγματα που ποτέ δε χρησιμοποιούσε.

Το μεγάλο χωριό διέθετε ένα φαρμακείο, το οποίο πολλοί πιστεύουν ότι ήταν ό,τι πιο χρήσιμο μπορούσε να υπάρξει εκεί, αφού όλοι ήταν σίγουροι ότι από φαγητό δεν θα ξεμείνουν ποτέ. Το φαρμακείο διατηρούσε η Λαίδη Άντζελα μετά του Μαθηματικού συζύγου της. Η Λαίδη Άντζελα ήταν κολλητή με τις γιατρίνες και ο Μαθεμάτικ με τους γιατρούληδες, αφού ήθελαν και λιγη ποικιλία εκτός από το να μιλάνε συνέχεια ο ένας στον άλλο. Η Λαίδη Άντζελα μιλούσε για διάφορα θέματα με τις γιατρίνες, σημαντικό μέρος των οποίων αποτελούσαν τα εξαρτήματα των ακροδαχτύλων, που έχει επικρατήσει να ονομάζονται νύχια. Ο Μαθεμάτικ είχε ευρύ πεδίο συζητήσεων, που κυμαινόταν από τις ποδοσφαιρικές μεταγραφές σε συζητήσεις με τον Ράμπο, μέχρι την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, που αναγκάστηκε ο Κουλτουριάρης να ξαναθυμηθεί για να ξεδιψάσει τη φιλομάθεια του Μαθεμάτικ, που δεν μπορούσε να ξεστραβωθεί στο ίντερνετ καθώς ήταν ενάντιος στη ροή της πληροφορίας με αυτόν τον ειδεχθή τρόπο. Κατόπιν αυτού τέθηκε το θέμα να μετονομαστεί σε Αναθεμάτικ, πράγμα που όμως δεν έγινε, γιατί αν ο Μαθεμάτικ θύμωνε, ίσως να ρευστοποιούσε τις μετοχές του και να προκαλούσε κραχ, κάτι που δεν ήθελε κανείς.

Η Ομοιοπαθητικός κατέφθασε προς το τέλος της θητείας του Κουλτουριάρη. Υπέστη και αυτή την ξενάγηση στο Κέντρο Υγείας, της οποίας η διάρκεια είπαμε ότι είναι κάτι μεταξύ μεγάλου σεισμού και πρόωρης εκσπερμάτισης. Εκτός από κάτι ομοιοπαθητικά που ο Κουλτουριάρης δεν καταλάβαινε, τη συμπαθησε μόλις του είπε ότι σκοπεύει να αγοράσει μετοχές της Εθνικής Τράπεζας, πράγμα που τους έφερε πολύ κοντά, κάτι που δεν κατάφεραν οι οδηγίες συνταγογράφησης σε βιβλιάρια του ΙΚΑ, αν και τούς έφαγαν επίσης πολύ χρόνο συζήτησης.

Μετά ακολούθησαν αποχωρήσεις, αποχωρισμοί και διάφορα άλλα, που ενδεχομένως να αποτελέσουν ξεχωριστό θέμα.. Τί τους έμεινε από όλα αυτά; Η χαρά να ξαναβρίσκονται όποτε μπορούν ή όποτε τυχαίνει και το ότι μοιράστηκαν τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα με μια αίσθηση που κυμαινόταν μεταξύ αφέλειας, άγνοιας και ανεμελιάς.

Δυστυχώς τα φτυάρια μου μόλις με ενημέρωσαν ότι κατεβαίνουν σε απεργία. Αν βρω κανένα φτυάρι-απεργοσπάστη θα συνεχίσω σύντομα το θάψιμο, αλλιώς θα τα ξαναπούμε όταν λήξει η απεργία. Ευχαριστώ.

Μοιραστείτε


Δεν υπάρχουν σχόλια: