Ένα πορτογαλικό fado στη Γαύδο: Minha alma di amor sedenta, sequiosa.

…που σημαίνει: «η ψυχή μου διψασμένη για αγάπη, ξερή», στη γλώσσα των Πορτογάλων. Δεν είναι τυχαίο το είδος του τραγουδιού που έφτιαξε αυτός ο λαός, ο τόσο ιδιαίτερος σε σχέση με τους Έλληνες και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Τα πορτογαλικά fados ξεχειλίζουν από ερωτισμό, πόνο, νοσταλγία. Η θέση της μικρής ωκεάνιας χώρας στο χάρτη καθόρισε τη μοίρα της και την γεμάτη πολυσημία ταυτότητά της, πράγμα που δε θα μπορούσε να μην εκφραστεί με τον πιο πηγαίο τρόπο που έχουν οι άνθρωποι, το τραγούδι.

Η Πορτογαλία, ευλογημένη όσο και καταδικασμένη να αντικρύζει τον Ωκεανό, τον σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες ποταμό που περικλείει τη γη, έχει τα μάτια και την αναπνοή της στραμμένα στο άπειρο, στην ατελείωτη θάλασσα. Στη μάταιη απόπειρα να ξεφύγεις από αυτό που σε κρατά δέσμιο, όταν κοιτάζεις την χαώδη ελευθερία. Η βαθιά μελαγχολία αυτής της διπλής αίσθησης διατρέχει την ύπαρξη και καθορίζει τη συγκρότηση της ταυτότητας όχι μόνο βιωματικά για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, αλλά διαγενεαλογικά καταλήγει στο να διαμορφώνει το ύφος του πολιτισμού.

Με ένα αντίστροφο τρόπο, ο ελληνικός πολιτισμός διαμορφώθηκε από τις έντονες αντιθέσεις του τοπίου, με τους μεγάλους ορεινούς όγκους, τις μικρές πεδιάδες και τις ανάγλυφες ακτές, με τα πολυάριθμα νησιά – βράχους και την ασιατική ακτή σε απόσταση δρασκελιάς. Οι αρχαίοι Έλληνες αφομοίωσαν την υψηλή αισθητική και την αίσθηση του ανθρώπινου μέτρου των πραγμάτων που απορρέει από ένα τέτοιο φυσικό περιβάλλον με τις επιρροές που δέχτηκαν από την Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία, για να δημιουργήσουν αυτό που σήμερα ονομάζεται κλασική αρχαιότητα, περνώντας από τη μυκηναϊκή εποχή στους σκοτεινούς αιώνες, την αρχαϊκή εποχή και τους αποικισμούς.

Οι Πορτογάλοι είναι νεότερος λαός, για τον οποίο η Ιστορία έχει επιφυλάξει κατά καιρούς τόσο τη θέση του αγωνιζόμενου κατακτημένου, όσο και του αποικιοκράτη κατακτητή. Αυτές οι αντιφάσεις, ταραχώδεις όπως τα κύματα του Ατλαντικού, σμίλεψαν έντονα και συχνά με βίαιο τρόπο τους ανθρώπους αυτούς, που δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αναμετρηθούν με αυτό που είχαν μπροστά τους, την απέραντη θάλασσα.

Το αποτέλεσμα ήταν να συναντηθούν με τα στοιχειά αυτής της μήτρας, να αναμετρηθούν με τις εσχατιές της ανθρώπινης υπόστασης. Συνάντησαν έτσι τον ίδιο τον Εαυτό ως Άλλο, όπως θα μπορούσε να πει με ένα ιδιαίτερο τρόπο ο Ricoeur και ήρθαν σχεδόν αναπόφευκτα σε επαφή με τα βαθύτερα, ανώτερα όσο και σκοτεινά συναισθήματα που μπορεί κανείς να μεταφέρει με το λόγο.

Η συνάντηση όμως υπήρξε και σε επίπεδο πραγματικότητας εξωτερικής. Άνθρωποι διαφορετικοί, από λαούς γειτονικούς, αλλά και εξωτικούς επηρέασαν και επηρεάστηκαν, μέσα από τις επίπονες σχέσεις που προέκυψαν, το σμίξιμό τους, τις εμπορικές επαφές, την ξενιτειά, τους ξεριζωμούς, πάντοτε μέσα από το θαλασσινό ταξίδι και την ελπίδα κάποιου λιμανιού εντός του ωκεάνειου Αβέβαιου.

Πόσοι άνθρωποι, σε πόσες γενιές, ερωτεύτηκαν, χωρίστηκαν, ξανάσμιξαν ή χάθηκαν για πάντα, με φόντο αυτή τη φλούδα γης που ακουμπά όλο της το κορμί στην υδάτινη απεραντοσύνη; Πόση χαρά, πόση αγαλλίαση, προσμονή και πόνο μπορεί να κρύβουν αυτές οι ιστορίες; Ποιοί αρμυροί άνεμοι έφερναν στα καράβια τα λόγια των αγαπημένων από την απελπιστικά μακρινή στεριά; Τί μάτια έχουν κοιτάξει τη θάλασσα εκείνη περιμένοντας κάποιο ίχνος επιστροφής; Πώς περιγράφεται τούτη η δίψα; Αυτοί που φεύγουν πάνε με τα κύματα, που κάποια μέρα θα τους φέρουν πίσω. Αυτοί που μένουν στέκονται σαν βράχοι που περιμένουν.

Μια τέτοια εμπειρία είχα όταν το καλοκαίρι του 2009 βρέθηκα στη Γαύδο, καταμεσίς του Λιβυκού Πελάγους, με την αίσθηση του απέραντου και μιας γλυκιάς απομόνωσης, έχοντας νωρίτερα ματαιώσει ένα ταξίδι στην Πορτογαλία. Ο ήλιος βασίλευε, και μαζί με αυτόν οι ψυχές όλων αυτών που είχαν επιλέξει το μικρό νησί. Τα άοκνα κύματα αγκάλιαζαν τους βράχους σε μια ρυθμική επανάληψη. Τα βράχια αυτά δεν διψούν ποτέ. Αλλά ούτε και ξεδιψάνε. Τα κύματα απλώνονται ξεδιψώντας τα και αμέσως φεύγουν, αφήνοντας πίσω δίψα και νοσταλγία, για να ξανάρθουν και να φύγουν πάλι, σε ένα κύκλο που ταλαντεύεται μεταξύ οδύνης και ηδονής. Το νερό όμως είναι αλμυρό. Το αλάτι μοιραία θα λιώσει τους βράχους και μετά από πολλά χρόνια ίσως κανείς δε θα θυμάται ότι η άμμος, που απλόχερα έχει χαριστεί στο παραδεισένιο νησί, είναι ό,τι απέμεινε από αυτή την ερωτική μάχη των βράχων με τα κύματα.


Η Misia τραγουδά το πορτογαλικό fado με φόντο τα κύματα της Γαύδου. Αύγουστος 2009.



Δεν υπάρχουν σχόλια: