Ένα και εννιά και εννιά και τέσσερα. Και πέντε.

Δυο ζάχαρες είναι εντάξει, θα μπορoύσε να είναι ο τίτλος εκείνης της χρονιάς για ένα μικρό, αθώο και υποψιασμένο αγόρι, όσο τού επέτρεπε η ηλικία του και οι περιστάσεις που είχε ήδη ζήσει. Στην επαρχιακή πόλη της επαρχιακής χώρας του ήταν η χρονιά 1994. Πόσο να 'ταν; Δεκαπέντε; Δεκάξι; Περίπου όσο κι εγώ τότε πάνω κάτω.

Αυτή η χρονιά έχει μείνει χαραγμένη στην ομολογουμένως παθολογικά ανεπτυγμένη μνήμη του σαν μια ανοιξιάτικη μέρα. Όλη η χρονιά έχει φωτογραφικά αποτυπωθεί, ψέμματα, κινηματογραφικά ήθελα να πω, με αίσθηση βίντεοκλίπ, σαν μια ανοιξιάτικη μέρα. Μια μέρα σαν αυτές που  έχει λίγο ψύχρα, ο ήλιος δεν καίει ακόμα, αλλά όλοι είναι χαρούμενοι που τίναξαν το χειμώνα από πάνω τους και βάζουν τα καλά τους χαμόγελα για να υποδεχτούν με χαρά και κρυφή ανυπομονησία το ολοήμερο φως και την κίνηση σε εξωτερικούς, ανοιχτούς χώρους.

Ήταν η χρονιά που οι εγκέφαλοι του σχολείου αποφάσισαν να κλειδώνουν την πόρτα του, για να χρειάζεται τα παιδιά να φωνάζουν κάθε πέντε λεπτά την κλειδοκράτορα καθηγήτρια να τους ανοίγει την καγκελόπορτα για να φέρνουν την μπάλα του βόλεϊ, που μανιωδώς έπαιζαν, από το δρόμο. Όλη η τάξη, αποτελούμενη από αστέρες του αθλήματος αλλά και άσχετους, χωρίς να έχει σημασία, επιδιδόταν στα διαλείμματα και τα πρώτα λεπτά του μαθήματος, αργοπορώντας, στο άθλημα αυτό, που τους έκανε να αισθάνονται μια ομάδα, ανεξάρτητα από την πλευρά του φιλέ, στην οποία βρίσκονταν. Είναι τόσο φρέσκια αυτή η εικόνα, που το αγόρι τώρα θα αναρωτιόταν γιατί δεν είχαν και μια δεύτερη μπάλα, μέχρι να ξαναβρεθεί η πρώτη όταν δραπέτευε από τα κάγκελα και επανερχόταν μετά την παρέμβαση της κλειδοκράτορος. Ακριβώς αυτή η φρεσκάδα, η αυθεντική ανεμελιά που ξεδιψά χωρίς να ρωτήσει κανένα είναι που δεν έθεσε ποτέ το ερώτημα, και που δεν απαντά σήμερα στην απορία: ποιανού ήταν αυτή η μπάλα, ένιγουέι;

Η χρονιά αυτή είχε και τα περίεργα συμβάντα της. Η αδερφή του αγοριού είχε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, στο οποίο πετάχτηκε έξω από το παρμπρίζ του οχήματος, το οποίο μετά πέρασε από πάνω της, χωρίς εκείνη να πάθει τίποτα. Αυτό που έμεινε από εκείνη την περιπέτεια ήταν οι διηγήσεις της αδερφής του αγοριού για το πώς έβριζε τους γιατρούς του ΚΑΤ, όταν υπό ελαφρά διάσειση, άρχισε να τους βρίζει όταν τη ρωτούσαν κάθε πέντε λεπτά πώς τη λένε και πού μένει, για να βεβαιωθούν αν είναι καλά. Ο αξονικός τομογράφος μάλλον έπαιζε κρυφτό εκείνη τη μέρα.

Επίσης το δεκαπεντάχρονο παιδί άλλαξε στρώμα στο κρεβάτι του, όταν οι γονείς του κέρδισαν ένα σούπερ ανατομικό πράγμα σε μια λαχειοφόρο αγορά, γεγονός που φέρνει συνειρμικά στο νου: αθάνατη ελληνική επαρχία! Αρκετά κοντά σε αυτό το σκηνικό ήταν και η έλευση του κινητού τηλεφώνου του πατέρα του, μιας μαύρης συσκευής με κεραία που έμπαινε και έβγαινε συρταρωτά. Για να καλέσεις σε κάποιο νούμερο στην Αθήνα, έπρεπε να βάλεις πρώτα το πρόθεμα 01 πριν τον αριθμό, τον τηλεφωνικό κωδικό της Αθήνας, που είχε εμπνεύσει και τον τίτλο του ομότιτλου περιοδικού που εξέδιδε τότε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και που διάβαζε το παιδί μας, χωρίς να ξέρει γιατί.

Πάνω σε αυτό το στρώμα ίσως ονειρεύτηκε τη συμμετοχή του σχολείου στο τοπικό καρναβάλι, κάτι που πραγματοποιήθηκε, οπότε όσοι εμπνεύστηκαν ντύθηκαν προφυλακτικά και κράδαιναν προπαγανδιστικά πλακάτ για τη χρήση τους στους σεμνούς και αλητάμπουρες συμπολίτες τους, των οποίων ο δήμαρχος διέθεσε και άρμα για να αποκτήσει το καρναβάλι μια allure αίγλης. Το παιδί μας πολύ στεναχωρήθηκε που δεν τους άφησαν οι υπάλληλοι του Δήμου να καρφιτσώσουν στις αυτοσχέδιες στολές τους τα προφυλακτικά ανοιγμένα, αλλά μέσα στις τετράγωνες, σαν τη λογική τους, συσκευασίες τους. Σε μια προσπάθεια παράκαμψης της λογοκρισίας, κάτι σαν τα κρυφά μηνύματα σε τραγούδια την περίοδο της χούντας, οι σχεδόν λιλιπούτειοι καρναβαλιστές άνοιξαν ένα προφυλακτικό και το καρφίτσωσαν σε μια χάρτινη καρδιά πάνω στο άρμα, κάτι που παραδόξως δέχτηκαν οι δημοτικοί λογοκριτές.

Σε μια άλλη χώρα, λιγότερο ανοιξιάτικη, αλλά σημειωλογικά σίγoυρα το ίδιο, την ίδια εποχή έβγαινε η δισκάρα, που δεν είχε βεβαίως σχέση με την σχολική τάξη του αγοριού, αλλά ανήκε σε μια δική της, μοναδική, διαφορετική τάξη. Ήταν το άλμπουμ των Pulp "Different Class". Το αγόρι έμαθε τους Pulp και άλλους της βρεττανικής σκηνής το 1998, όταν γνώρισε την S., αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Η χρονιά αυτή ήταν εξαιρετική, φωτεινή, σαν γλυκός επίλογος, κάτι που δεν μπορεί κανείς να πει για την επόμενη χρονιά, που ήταν μια χρονιά πολύ διαφορετική. Έτσι κινείται όμως το τρένο και κανείς αποφασίζει πού θα εστιάσει. Όπως τα τραγούδια του συγκροτήματος, στα οποία η διαδοχή της χαράς με τη μελαγχολία είναι αρμονική, όσο και φέρουσα την έκπληξη. Κάτι που κάνει το άλμπουμ αυτό να μην ανήκει πια στο 1995, αλλά στο για πάντα.



Pulp - Live Bed Show.

"This bed has seen it all,
from the first time to the last,
the silences of now,
and the good times of the past".

Μοιράσου το


Δεν υπάρχουν σχόλια: