Την κατάρα του αφήνει πίσω του ο τζίφος. Μετά από μια κουραστική χωρίς λόγο ημέρα, λες να περιδιαβείς λιγάκι στην Αθήνα σου, που κάνει τις τελευταίες της κόνξες πριν την καλοκαιρία και το παίζει συννεφιά. Παραδόξως πως, πολλές φορές όταν νιώθεις ότι κάνεις κάτι με νόημα, κάτι συμβαίνει και δεν κουράζεσαι. Και αφού σκέφτεσαι φευγαλέα ότι οι μέρες μας μοιάζουν με σουρεαλιστικό γιουγκοσλαβικό σινεμά του '90, να και τα φρενήρη χάλκινα στην Πανεπιστημίου για επιβεβαίωση. Ε, τί άλλο να κάνεις; Χαλάς τα τελευταία λεφτά που έχεις στην τσέπη και γυρίζεις πάμπλουτος στο σπίτι.
Για κάποιο περίεργο λόγο νομίζω θα θυμάμαι για τα επόμενα χρόνια εκείνη την κυρία εκτός κλίματος, σαν να βγήκε από την υπέργεια ευδαιμονία άλλων εποχών με τα μεγάλα γυαλιά ηλίου, να κατεβαίνει τα σκαλιά του υπόγειου βιβλιοπωλείου και να λέει στη φίλη της: "Άσ'τα, άσ'τα". Εγώ τα αφήνω, ποιός θα τα πάρει δεν πιστεύω ότι θα μάθω σύντομα.
Κι αν νομίζετε ότι δε βγαίνει συνοχή από αυτά που γράφω, προσπαθήστε να θυμηθείτε το τελευταίο σας όνειρο. Όοοοχι αυτό, το άλλο λέω. Ναι, εκείνο το παιδικό.
Η εναρκτήρια σκηνή του Underground.